21.4.11

Η "6η Δεκέμβρη" είναι πάλι εδώ...


Ολόκληρο το κείμενο της προκήρυξης...
Η προκήρυξη που έστειλε η οργάνωση "6η Δεκέμβρη" στο Ποντίκι:
Η «Επαναστατική Οργάνωση 6η Δεκέμβρη» κάνει μια ακόμη από τις σποραδικές εμφανίσεις της αναλαμ­βάνοντας με μια προκήρυξη - έκπληξη την ευθύνη – όπως ανακοίνωσε η άγνωστη φωνή στο τηλεφωνικό κέ­ντρο του «Π» – για τη βόμβα που τοποθετήθηκε, αλλά δεν εξερράγη, στην ... εφορία του Νέου Κόσμου.

Όπως η ίδια λέει στο δωδεκασέλιδο κείμενό της (γραμμέ­νο σε word, αποθηκευμένο σε «στικάκι» και αφημένο στη συμβολή των οδών Κομνηνών και Φραντζή στα Εξάρχεια): «Οι εφορίες αποτελούν εξίσου βασικούς πυλώνες για την προώθηση της ληστρικής πολιτικής του κεφαλαίου. Η επιβο­λή φόρων στο κοινωνικό σώμα με τη διαρκή μάλιστα προσαύξησή τους είναι το διαχρονικό χαράτσι που υποχρεούνται να καταβάλουν οι σκλάβοι της οικονομίας στους διαχει­ριστές της εξουσίας».

Λίγο παρακάτω χαρακτηρίζει «γνήσιο κάθαρμα της κυ­βέρνησης ΠΑΣΟΚ που παρέδωσε τη χώρα στο ΔΝΤ» τον νέο γ.γ. Φορολογικών και Τελωνειακών Θεμάτων Γ. Καπελέρη, πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ.

Το κείμενο της προκήρυξης περιγράφεται από τον συντά­κτη του ως «Σκέψεις για την ανάπτυξη ενός προγράμματος αποσταθεροποίησης» και είναι ένα είδος «μανιφέστου» με μια «αναθεωρητική» αντίληψη για τον ρόλο του «αντάρτι­κου πόλεων».

Τέλος, κλείνει με «μερικές εσώτερες σκέψεις ως έναν ελάχιστο φόρο τιμής στον Επαναστάτη Λάμπρο Φούντα» και μια απάντηση προς τον Χρ. Παπουτσή, ο οποίος προ και­ρού είχε απευθύνει «πρόσκληση» αφοπλισμού προς όλες τις οργανώσεις. Η απάντηση κωδικοποιείται στη φράση «οι σφαίρες μας είναι οι προστάτες των ονείρων μας».

Το ερώτημα που θα απασχολεί από σήμερα τις αρχές, πά­ντως, θα είναι αν, μετά τις συλλήψεις για τους Πυρήνες της Φωτιάς, δίνεται το έναυσμα για μια μεταλλαγή του μέχρι σήμερα γνωστού μοντέλου των ένοπλων οργανώσεων.

Υπενθυμίζουμε, τέλος, ότι η «6η Δεκέμβρη» έχει χτυπή­σει με βόμβα τη Γενική Γραμματεία Τύπου στις 15 Ιανουαρί­ου 2010, ενώ στις 21 Δεκεμβρίου 2008 είχε... ταχυδρομή­σει σφαίρες στον δικηγόρο Αλ. Κούγια και τον δημοσιογράφο Γ. Πρετεντέρη.

Η ΣΙΩΠΗ ΕΙΝΑΙ ΥΠΑΚΟΗ. ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ ΖΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ. ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΝΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ­ΤΟΣ ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗΣ.

«Δείξε μου τον σκοπό μα δείξε και τον δρόμο /

Τόσο δεμένα είναι ο σκοπός και ο δρόμος /

που το καθέν’ αλλάζει πάντα μαζί με το άλλο /

και οι νέοι δρόμοι πάντα νέους σκοπούς ανοίγουν»

Φ. Λασσάς

Το να παίρνεις θέση είναι πράξη πολιτικής ευθύνης. Σημαίνει ότι αντιλαμβάνεσαι τη βαρύτητα του αγώνα και το συνεχές του διακύβευμα. Η θέση δεν είναι μόνο ατομική υπόθεση. Ξεκινάει από τον καθένα για να καταλήξει σε όλους. Είναι πρόταγμα. Εί­ναι ο τρόπος να επικοινωνούμε αληθινά κοιτάζοντας το πρόβλημα στα μάτια. Έτσι εξελισσόμαστε εμείς, έτσι προχωράει ο αγώνας. Στις 28 Μαρτίου 2010 σκοτώνε­ται από έκρηξη βόμβας που τοποθέτησαν άγνωστοι στα Πατήσια 15χρονος Αφγανός ενώ τραυματίζεται σοβαρά η αδελφή του. Αρχικά έχουμε το χρέος να δηλώσουμε ότι η οργάνωσή μας δεν έχει καμία σχέση με το συγκεκριμένο γεγονός. Δεν γνωρί­ζουμε ακόμα και σήμερα ποιος τοποθέ­τησε εκείνη την βόμβα, αυτό όμως που γνωρίζουμε σίγουρα είναι ότι οι υπόνοιες και οι εικασίες είναι πιο δυνατές και από αυτό που ίσως πραγματικά συνέβη εκείνο το βράδυ στα Πατήσια. Γι’ αυτό πρέπει να μιλήσουμε.

Διανύουμε μια ιδιαίτερα κομβική ιστο­ρική συγκυρία. Η δικτατορία του Δ.Ν.Τ. που επιβλήθηκε στην Ελλάδα και ό,τι αυ­τό συνεπάγεται, επιβάλλει από την πλευ­ρά μας μια συστράτευση δυνάμεων. Κάνει επιτακτική την ανταλλαγή απόψεων πάνω στις δυνατότητές μας να πυροδοτήσου­με τις επερχόμενες κοινωνικές εκρήξεις. Όμως η βόμβα στα Πατήσια μας απομά­κρυνε από αυτή την κατεύθυνση. Όχι γι­ατί απολέσαμε επιχειρήματα από την δι­καιοπραξία του αγώνα μας, αλλά κυρίως γιατί αφήσαμε άγονες παρακαταθήκες. Η σιωπή κάθε άλλο παρά ουδέτερη είναι. Έχει ερμηνείες, επιχειρήματα και προτάγματα. Σημαίνει ότι ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, όπως το θέλει και ύστερα να κρύβεται πίσω από το πέπλο της ανω­νυμίας.

Θα πρέπει λοιπόν να ξεκαθαρίσου­με ότι ο ένοπλος αγώνας δεν έχει «ηρωισμούς» και «κατορθώματα», έχει όμως τραγωδίες. Ότι δεν είναι μια προσωπική υπόθεση και ότι την δύναμη των μέσων ακολουθεί μια τεράστια πολιτική ευθύνη. Ότι εάν οι βόμβες και οι σφαίρες δεν βρουν τον στόχο τους, τότε μπορούν να αποβούν μοιραίες για αθώους, για τους ίδιους τους συντρόφους, για τον αγώνα. Για το κίνημα και την ιστορία του. Δεν λέ­με ότι είμαστε αλάθητοι, ούτε ότι μέσα στα πλαίσια του αγώνα δεν μπορούν να συμβούν και τραγικές ατυχίες. Ακριβώς όμως γι’ αυτό το λόγο το ζήτημα δεν είναι μόνο επιχειρησιακό αλλά και βαθιά πολι­τικό. Πέρα λοιπόν από την οργάνωση ενός ολοκληρωμένου σχεδίου και πέρα από την προσοχή, αυτό που κυρίως χρειάζε­ται είναι η συνείδηση. Η αντίληψη δηλα­δή του επαναστάτη για την βαρύτητα της πράξης του. Για το ρίσκο και τις ενδεχόμε­νες επιπτώσεις του. Ο θάνατος ενός αθώ­ου δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν παράπλευρη απώλεια κανενός πολέμου, ακόμα και αν αυτός είναι δίκαιος. Γι’ αυ­τό η σιωπή, εκτός από ύποπτη, είναι και επικίνδυνη. Η ανάληψη ευθύνης σε μία τέτοια περίπτωση δεν είναι εξιλέωση. Εί­ναι για τον επαναστάτη η υπεράσπιση του εαυτού του και της ιστορίας του, είναι για να αντιτάξει το ήθος και την αυτοκριτική του απέναντι στις «παράπλευρες απώλει­ες» του εχθρού. Είναι για να μην αφήσει εκτεθειμένο τον αγώνα στη διαστρέβλωση και την συκοφαντία.

Η σιωπή μετά την απώλεια ενός αθώ­ου σημαίνει αυτόματα και την απώλεια της βασικής μας στρατηγικής επιδίωξης. Τον πόλεμο ενάντια στο κράτος και μόνο σ’ αυτό. Την αξιοπρέπεια. Είχαμε γράψει και στην προηγούμενή μας προκήρυξη ότι δεν προτείνουμε τα όπλα, γιατί αυτά από μόνα τους δεν καθιστούν κανέναν επανα­στάτη. Ένας από τους λόγους που υπερα­σπιζόμαστε με σθένος αυτήν την τοποθέ­τηση είναι η κάθετα αρνητική μας θέση απέναντι σε κάθε είδους «ψυχεδελικές ιδεολογίες» περί σκοπών που αγιάζουν τα μέσα.

Δεν είμαστε εμμονικοί, δεν διεξάγουμε θρησκευτικό πόλεμο, δεν υπάρχει κανέ­νας ιερός σκοπός που καθαγιάζει τα μέσα μας. Υπάρχουν μόνο επιλογές και ευθύ­νες. Και με βάση αυτές θα κριθούμε όλοι. Ο αντάρτης πόλης δεν είναι «ηρωική» ού­τε «τραγική» φιγούρα. Είναι το υποκείμε­νο που πολεμώντας τις προσωπικές του αντιφάσεις αντιλαμβάνεται ότι κουβαλά­ει ένα τεράστιο φορτίο ιστορικής και πο­λιτικής ευθύνης. Το προσωπικό ρίσκο που παίρνει για την ελευθερία και την ζωή του, δεν τον θέτει σε καμία περίπτωση στο απυρόβλητο. Αντιθέτως, η δυναμική των μέσων με τα οποία επιλέγει να δρα, έχουν μία αντίστοιχη δυναμική επιρροής (προσωπικά, κοινωνικά, κατασταλτικά), η οποία καθιστά την κάθε του κίνηση κομβι­κή. Άρα και κρίσιμη.

Η κριτική που σε πολλούς προκαλεί φόβο ή θυμό, δεν σημαίνει μόνο μομ­φές, μέτωπα ή πολεμική. Η κριτική για εμάς σημαίνει την συλλογική αποτίμη­ση εμπειριών για την αποφυγή λαθών στις επόμενες κινήσεις μας. Σημαίνει ότι (ξανα)γνωριζόμαστε. Μία συζήτηση γύρω από το επίκαιρο ζήτημα του ένοπλου αγώ­να με αφορμή την δολοφονία του αγωνι­στή Λ. Φούντα, τον θάνατο του 15χρονου Αφγανού αλλά και τις συλλήψεις των διω­κόμενων συντρόφων για συμμετοχή στον Ε.Α. είναι για εμάς ζητήματα κομβικής πολιτικής σημασίας. Είναι η δική μας συνει­σφορά, αντιλαμβανόμενοι το μερίδιο πο­λιτικής ευθύνης που έχουμε σαν δρώντα υποκείμενα, ώστε να διατηρήσουμε, αλλά και να ξαναχτίσουμε γέφυρες επικοινωνί­ας. Είναι η στρατηγική μας κατεύθυνση να εξελίσσουμε τον ένοπλο αγώνα, στο μέ­τρο των δυνατοτήτων μας, με τους πλέον υγιείς όρους διαλεκτικά με το κίνημα.
Με τους σημερινούς κοινωνικούς συ­σχετισμούς θα ήταν άστοχο ή μάλλον επικίνδυνο να θέταμε σαν κεντρική πολιτική επιλογή τον ένοπλο αγώνα. Να θέταμε δηλαδή το ζήτημα στρατιωτικά. Το ξεπέ­ρασμα των σύγχρονων κοινωνικών σχέσε­ων και αντιφάσεων, η διαδικασία δηλαδή που προηγείται κατά πολύ της «τελικής αναμέτρησης», θεωρούμε ότι βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο. Πώς λοιπόν ο ένοπλος αγώνας σαν πρακτική μπορεί να είναι εύστοχος και επίκαιρος;

Από πλευρά μας, δεν ακολουθούμε κα­μία ντετερμινιστική λογική για την ανά­πτυξη των δυνάμεων. Δεν είμαστε εκ θέσεως σε καμία διαδικασία αναμονής των πολυφημισμένων ώριμων συνθηκών. Αντίθετα υπερασπιζόμαστε ενεργητικά το θεμελιώδες αξίωμα της πολύμορφης δράσης. Εδώ πρέπει να σταθούμε λίγο πα­ραπάνω. Με τον όρο πολύμορφη δράση δεν εννοούμε τις γενικολογίες ούτε περί αυθόρμητου, ούτε περί υποκειμενισμού. Μιλάμε για την άμεση «απελευθέρωσή» μας σχεδιάζοντας στρατηγικές. Ξεδιπλώ­νοντας χάρτες και ορίζοντας συντεταγμέ­νες. Μιλάμε για μία ενιαία κινηματική και ενιαία σχεδιασμένη προοπτική αγώνα με παράλληλες και αλληλοτροφοδοτούμενες εκφάνσεις. Το αντάρτικο πόλης είναι μία από αυτές. Η λογική της κορυφογραμ­μής που ακολουθεί τον ένοπλο αγώνα είναι μία ύπουλη παγίδα. Είναι η ίδια λογική που φέρνει πισώπλατα τον φετιχισμό της βίας στους επαναστατικούς κύκλους και γεννάει διαχωρισμούς.

Η οργάνωσή μας σε περιόδους κοινω­νικής έκρηξης και έντασης με ριζοσπαστι­κά χαρακτηριστικά θα αφομοιωθεί μέσα στο εξεγερμένο πλήθος. Η σφραγίδα μας δεν αποτελεί οδηγό ματαιοδοξίας, ούτε τρέφουμε Ναπολεόντειες ψευδαισθήσεις γύρω από τον ρόλο μας σαν πρωτοπορία ή σαν μπροστάρηδες των κοινωνικών αγώ­νων. Δεν ζούμε για καμία σφραγίδα και δεν φαντασιωνόμαστε γιάφκες γεμάτες με όπλα, αλλά εργαζόμαστε για την δι­αμόρφωση επαναστατημένων συνειδή­σεων που θα μετουσιώσουν τα λόγια σε πράξεις. Δεν αναζητούμε χέρια για την επίτευξη των κρυφών σχεδιασμών μας αλ­λά Συντρόφους ακέραιους, «καθαρούς», αμόλυντους από τον «επαναστατικό» πολιτικαντισμό και τον ευκαιριακό ιδεολογι­κό χαμαιλεοντισμό. Συντρόφους που δεν γοητεύονται από τα άκρα της «επαναστα­τικής έπαρσης» και των βαρύγδουπων αυτοαναφορικών κομπλιμέντων, αλλά ατομικότητες με ουσιαστική συμβολή στον ανατρεπτικό αγώνα. Συντρόφους που δεν γοητεύονται από το lifestyle της παρανο­μίας και την «επαναστατική ιδιοτέλεια» του ένοπλου αυτοσκοπού αλλά πολιτικά συνειδητοποιημένα υποκείμενα που αντι­λαμβάνονται τον ένοπλο αγώνα σαν κομ­μάτι του πολυμορφικού κινήματος.

Εξάλλου το αντικρατικό/αντικαπιταλιστικό κίνημα αποτελεί για εμάς το μέσο και η διεύρυνσή του αποτελεί την μονα­δική πιθανότητα πραγμάτωσης της κοινω­νικής επανάστασης. Όσο απομακρυνόμα­στε από αυτό, τόσο εγκαταλείπουμε τον σκοπό μας σαν αγωνιστές.

Από την άλλη, δεν είμαστε διατεθειμέ­νοι να θάψουμε τα όπλα μας και με τα χέ­ρια σταυρωμένα να περιμένουμε την αντι­φατική κοινωνία να εξεγερθεί. Αφού για εμάς η όξυνση της κοινωνικής και ταξικής εκμετάλλευσης, όσο περνάει ο καιρός και δεν εισπράττει από τους «κάτω» τις ανά­λογες απαντήσεις, μεταφράζεται σε μία σχέση δουλικότητας και εξάρτησης που παράγει θύτες και θύματα.

Για εμάς οι αντάρτες για να είναι εύστο­χοι πρέπει κάθε φορά να αντιλαμβάνονται την θέση τους. Σήμερα ο ένοπλος αγώνας δεν μπορεί να θεωρείται μπροστάρης. Εί­ναι η συνιστώσα του κινήματος που εκ­φράζει το ποσοστό βίας που αντιστοιχεί στην βαρβαρότητα του εξουσιαστικού συμπλέγματος. Που εκφράζει τις διαχρο­νικές και απόλυτα δίκαιες εχθροπραξίες.

Είναι το πρόταγμα των δυνατοτήτων μας όταν επιλέγουμε να κινηθούμε απέναντι στην μοναξιά και την μεμψιμοιρία. Η συ­ζήτηση γύρω από τον ένοπλο αγώνα δεν μπορεί να γίνει ξεκομμένα από τα υποκεί­μενα που δρουν μέσα σε αυτόν. Η ιστο­ρία, μέσα από τις διάφορες εκφάνσεις (εθνικοαπελευθερωτικό, μαρξιστικό, μη­δενιστικό, αναρχικό), μας διδάσκει ότι το αντάρτικο δεν έχει μία πάγια και συμπαγή στρατηγική κατεύθυνση.

Με αυτό θέλουμε να τονίσουμε ότι το κέντρο βάρους μίας τέτοιας συζήτησης δεν μπορεί να γίνεται διαρκώς με κοινό παρονομαστή τα όπλα. Πριν μιλήσουμε για αυτά, έχουμε την υποχρέωση να μιλή­σουμε για τα υποκείμενα που τα διαχειρί­ζονται. Για τις προθέσεις, τις επιλογές, την κριτική και την αυτοκριτική τους. Έτσι μό­νο μπορούμε να αναλύσουμε το κατά πό­σο μπορεί το ένοπλο να γίνει προωθητικό (γιατί μπορεί) και το κατά πόσο μπορεί να γίνει επιζήμιο (γιατί επίσης μπορεί). Με την παραδοχή αυτή, ότι δηλαδή ο ένο­πλος αγώνας δεν αποτελεί μία πολιτικά και στρατηγικά άκαμπτη διαδικασία, αλλά μία πρακτική που νοηματοδοτήθηκε από τους εκάστοτε συντρόφους και τις δικές τους αναφορές, θεωρούμε ανώφελο να ξεπέσουμε σε μία φαύλη συζήτηση με λογική δημοψηφίσματος. «Είσαι υπέρ ή κατά των όπλων;»

Κάποιοι λοιπόν σήμερα (όμοιοι των δι­αχρονικών ομοίων τους) επικαλούνται κατά το δοκούν την ιστορική εμπειρία για να αποδείξουν ότι ο ένοπλος αγώνας ήταν η αιτία της ήττας του κινήματος του ’60-’70. Αρχικά, για εμάς, δεν μπορεί η εξέλιξη του αγώνα να κριθεί με όρους νί­κης ή ήττας. Ακριβώς γιατί επιλέξαμε να εμπλακούμε άμεσα με αυτόν, μάθαμε να κερδίζουμε από τις «ήττες» μας, μάθα­με να ανακαλύπτουμε τα λάθη μέσα από τις «νίκες» μας. Η ιστορία δεν είναι αριθ­μητική εξίσωση. Ακριβώς γιατί ο αγώνας δεν έχει αφετηρία και τερματισμό. Εξε­λίσσεται ακόμα και όταν βρίσκεται σε κα­μπή. Ακόμα και όταν μετράει νεκρούς και φυλακισμένους. Και αυτό δεν είναι κυνι­σμός. Είναι η πραγματική διάσταση της αντιπαράθεσης με το κράτος. Ο ένοπλος αγώνας δεν ισοδυναμεί μόνο με αίμα και καταστολή. Στην ιστορία των συντρόφων μας θα ανακαλύψουμε έναν ανεκτίμητο θησαυρό για την γενιά που οραματίστη­κε, σχετίστηκε, ρίσκαρε, λάθεψε, καθό­ρισε, μάτωσε. Θα ανακαλύψουμε μια τεράστια πολιτική εμπειρία που έχουμε το χρέος να μεταφέρουμε στο σήμερα, να μάθουμε από τα λάθη της, να πάρουμε από την τόλμη της και να την ξεπερά­σουμε. Έτσι εμείς αντιλαμβανόμαστε την ιστορία. Σαν μια κληρονομιά. Σαν μια αδι­άκοπη σχέση μεταξύ συντρόφων. Σαν το δομικό στοιχείο για την εξέλιξη του αγώ­να. Το ήθος, η ανιδιοτέλεια, οι αξίες μας είναι οι σφαίρες που δίνουν περιεχόμε­νο στα όπλα μας. Η αγάπη που σκοτώνει το μίσος, η ανθρωπιά που σκοτώνει την ανθρώπινη εκμετάλλευση. Μόνο τότε η επαναστατική βία γίνεται διακριτή μέσα στην ευρύτητα της βίας. Τότε οι ενέργειες μιλάνε από μόνες τους. Αγωνιζόμαστε για την αυτοκυριότητα και την ελευθερία του ατόμου και γνωρίζουμε ότι όποιος θέλει να αλλάξει τον κόσμο ανώδυνα έχει όνει­ρα αλλά στερείται από θέληση για να τα πραγματοποιήσει. Χαρτογραφούμε λοι­πόν την πραγματικότητα όπως αυτή δια­μορφώνεται σήμερα, για να επαναπροσ­διορίσουμε τις επαναστατικές θέσεις της μάχης μας.

Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση ση­ματοδοτεί ένα νέο γύρο διαδικασιών ενσωμάτωσης, μεγιστοποίησης δηλαδή της συσσώρευσης κέρδους στα χέρια των λί­γων, κυρίως μέσα από τη βίαιη υποτίμηση της εργασίας των πολλών σαν συνέχεια της τριακονταετούς διαμόρφωσης μιας παγκόσμιας οικονομίας υπό τις διαταγές του νεοφιλελευθερισμού. Η κρίση απο­τελεί σύμφυτο φαινόμενο με το καπιτα­λιστικό σύστημα και όχι μια παρέκκλιση στη λειτουργία του. Είναι γεγονός άλλω­στε ότι και στις προηγούμενες καπιταλι­στικές κρίσεις των δεκαετιών του ’70 και του ’80 η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου με τον πλήρη κοινωνικό μετασχηματισμό που επέφερε, όχι μόνο κατάφερε να στα­θεροποιήσει την οικονομία, αλλά έθεσε σε παγκόσμια κλίμακα πια, τους όρους για επιπλέον κερδοφορία.

Στις κρίσεις του ’70 και του ’80, οι οποί­ες σημαδεύτηκαν και από ένα ισχυρό ερ­γατικό κίνημα που εξέφραζε την άρνησή του για ενσωμάτωσή του στο συντηρητικό αστικό περιβάλλον αλλά και την αντίστα­ση στην αφόρητη επαναληπτικότητα της εργασίας στις αλυσίδες παραγωγής των εργοστασίων, τα αφεντικά προχώρησαν στη μαζική εισροή των νέων (τότε) τεχνο­λογιών. Η ριζική αναδιοργάνωση της ερ­γασίας με τη χρήση των μηχανών ουσια­στικά προσέφερε στα αφεντικά μια διπλή εγγύηση. Από τη μία μπόρεσαν να αυξή­σουν κατακόρυφα την παραγωγή, αφού οι μηχανές έχουν πολλαπλάσια παραγω­γική ικανότητα σε σχέση με τους εργάτες, ενώ από την άλλη η αντικατάσταση του ανθρώπινου παράγοντα από τις μηχανές κατάφερε να κατακερματίσει το ισχυροποιημένο ταξικό υποκείμενο από τη βάση συσπείρωσής του που ήταν οι χώροι της δουλειάς με επίκεντρο το εργοστάσιο.

Ήταν όμως η εκτίναξη της παραγωγικό­τητας που θα δημιουργούσε ένα εμπορι­κό πλεόνασμα, αφού οι «περιορισμένες» εγχώριες αγορές ήταν πλέον αδύνατον να απορροφήσουν την υπερπληθώρα των παραγόμενων προϊόντων. Έτσι η σταδια­κή αποβιομηχάνιση των καπιταλιστικών κέντρων, με την τριτογενοποίηση της ερ­γασίας και την ανάδυση της λεγόμενης «οικονομίας των υπηρεσιών», που αποτέ­λεσε ουσιαστικά τη μητροπολιτική βάση των εξ αποστάσεως διευθυντηρίων για τις μεταφερόμενες παραγωγικές μονάδες προς τις χώρες της περιφέρειας, εξασφά­λισαν τον απεγκλωβισμό του κεφαλαίου από τους «εθνικούς» περιορισμούς του

Ο νεοφιλελευθερισμός, ως η απόλυτη πολιτικο-οικονομική έκφραση που συμπύκνωνε τις νέες ανάγκες του κεφαλαί­ου, άνοιγε νέους ορίζοντες κερδοφορίας ξεπερνώντας δια παντός τα στενά πλαί­σια της εθνικής οικονομίας. Η ραγδαία ανάπτυξη των πολυεθνικών εταιριών που ευδοκιμούσαν σε μια διεθνοποιημένη οικονομία, επαναχάραξε τον παγκόσμιο χάρτη με στόχο την απρόσκοπτη επέκτα­ση του κεφαλαίου. Το νέο δόγμα που πλέ­ον κυριαρχεί βασίζεται στο δίπολο της εξωτερικής επέκτασης και της εσωτερι­κής συρρίκνωσης έτσι ώστε το κεφάλαιο από τη μία να ικανοποιεί ανεμπόδιστα την επεκτατική του τάση κατακτώντας τα ανταγωνιστικά κράτη-αγορές και από την άλλη να επιβάλλει μια διαδικασία συνε­χούς συρρίκνωσης εργασιακών και κοι­νωνικών δικαιωμάτων στο εσωτερικό των χωρών.

Η απελευθέρωση της αγοράς, που ήταν δομική προϋπόθεση για την αναδιάρθρω­ση του κεφαλαίου, αποτέλεσε την αφετη­ρία για το ξεπέρασμα του μοντέλου του κεϋνσιανισμού που ευδοκιμούσε ως τότε στον καπιταλιστικό κόσμο. Σε αντίθεση με τις νέες ανάγκες της οικονομίας ο κεϋνσιανισμός προέβλεπε τον διαρκή κρατικό παρεμβατισμό, άρα και έλεγχο στις δραστηριότητες του κεφαλαίου, τη ρύθμι­ση της αγοράς με κριτήριο τη ζήτηση και όχι την παραγωγή, αλλά και την παροχή κοινωνικών δαπανών με το πλήρως ξεπε­ρασμένο σήμερα μοντέλο του κράτους πρόνοιας. Ο νεοφιλελευθερισμός θα επι­κρατήσει οριστικά φέρνοντας έναν ορυ­μαγδό μεταρρυθμίσεων που θα αφήσουν στο παρελθόν την όποια οριοθέτηση στη λειτουργία του κεφαλαίου.

Η κοινωνία των δύο ταχυτήτων γίνεται ξεκάθαρη όσο ποτέ, αφού στο νέο πα­γκόσμιο περιβάλλον το ντόπιο και πολυ­εθνικό κεφάλαιο στην κυριολεξία σαρώ­νει τα κοινωνικά δεδομένα. Η εργασία ελαστικοποιείται και αναπροσαρμόζεται στις σύγχρονες ανάγκες της απελευθε­ρωμένης αγοράς, αφού το κεφάλαιο έχει ξεπεράσει το μοντέλο της μόνιμης και σταθερής εργασίας προχωρώντας στη δημιουργία μιας φτηνής, ευέλικτης και επισφαλούς απασχόλησης. Παράλληλα μειώνονται διαρκώς μισθοί και συντάξεις, ενώ δημιουργείται και ένα τεράστιο φά­σμα κοινωνικά αποκλεισμένων από τις βασικές ανάγκες, με τους τομείς της υγεί­ας και της παιδείας να περνάνε στη σφαί­ρα των ιδιωτικοποιήσεων.

Σ’ αυτό το νέο παγκοσμιοποιημένο σκη­νικό η έννοια της ανταγωνιστικότητας γί­νεται αξιακό θεμέλιο έτσι ώστε το άνοιγμα των αγορών να οδηγήσει στη μονοπω­λιακή συσσώρευση του πλούτου από τους οικονομικά ισχυρούς μέσω της λεηλασίας των οικονομικά υπανάπτυκτων χωρών και τελικά τη μετατροπή τους σε ζώνες επεν­δύσεων και κατανάλωσης. Ουσιαστικά οι καπιταλιστικές συμμαχίες, όπως αυτές των ΗΠΑ (NAFTA) και της Ευρώπης (Ε.Ε.), δημιουργήθηκαν ακριβώς πάνω στην αναγκαιότητα εξασφάλισης της ηγεμονίας των πρωτοπόρων οικονομικά κρατών εντός των σχηματισμών τους.

Η ένταξη της Ελλάδας σε έναν τέτοιο σχηματισμό (Ε.Ε.) ήταν αυτονόητο πως θα επιφέρει μια σχέση εξάρτησης από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες (Γαλ­λία, Γερμανία), αφού η ίδια η φύση των απελευθερωμένων ανταγωνιστικών αγο­ρών – πόσο μάλλον όταν πρόκειται για οικονομικά άνισες χώρες – έχει την τάση να καταδυναστεύει τους ανίσχυρους. Σε πλήρη αντίθεση λοιπόν με την κυρίαρχη ρητορική, που μιλούσε ήδη από την έντα­ξη της χώρας στην ΕΟΚ για εχέγγυα ανά­πτυξης και προστασίας από τον παγκό­σμιο οικονομικό ανταγωνισμό, η πραγ­ματικότητα ήταν πως τα ντόπια αφεντικά γνώριζαν ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν να ισχύει. Με τη σταδιακή αποβιομηχανοποίηση της χώρας, τη δημιουργία δηλαδή μιας οικονομίας χωρίς την παραμικρή πα­ραγωγική υποδομή, όχι μόνο δεν υπήρ­χε τρόπος να «προστατευτεί», αλλά δεν υπήρχε καν μακροπρόθεσμα ο τρόπος η ελληνική οικονομία να επιβιώσει σε έναν εν γένει ανταγωνιστικό μηχανισμό όπως αυτός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
Το ιδεολογικό περίβλημα μιας δήθεν ευρωπαϊκής εκσυγχρονισμένης Ελλάδας συγκάλυπτε επί τριάντα χρόνια την αναπτυξιακή «φούσκα» ενός ολοένα και αυ­ξανόμενου εξωτερικού χρέους. Η αδυ­ναμία να ισορροπιστεί το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας με την αυξανόμενη εισαγωγή κοινοτικών προϊ­όντων χωρίς την αντίστοιχη δυνατότητα εξαγωγής των εγχώριων, εδραίωσε μια συνθήκη διαρκούς δανεισμού του ελλη­νικού κράτους. Είναι προφανές λοιπόν ότι τα ντόπια αφεντικά γνώριζαν πολύ καλά τις συνέπειες της ένταξης στο ευρωπαϊ­κό καπιταλιστικό περιβάλλον, αλλά επέ­λεξαν να συστρατευθούν στο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού για εξίσου προφα­νείς λόγους. Τα κονδύλια και οι δανειο­δοτήσεις προς το Ελληνικό κράτος, είτε για την προώθηση κοινοτικών προγραμ­μάτων, είτε κυρίως για την ενίσχυση της εγχώριας αγοράς έτσι ώστε να εξασφαλι­στεί η αγορά των ευρωπαϊκών προϊόντων, αποτέλεσαν μια τεράστια πηγή εσόδων για τις τσέπες των αφεντικών. Παράλληλα η πιστή εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, με την αποβιομηχάνιση και τριτογενοποίηση της αγοράς εργασίας, την ισοπέδωση του πρωτογενούς τομέα με την υποτίμηση των εγχώριων γεωργικών προϊόντων και τη λεηλασία του αγροτικού δυναμικού από τους μεγαλοσυνεταιρισμούς αλλά και τη διαρκή μείωση μισθών και συντάξεων, μετέτρεψε τα χαμηλά κοι­νωνικά στρώματα σε ένα υποτιμημένο ερ­γατικό προϊόν, σε μια δουλική καταναλω­τική κοινωνία.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι νε­οφιλελεύθερες πολιτικές περιστολής των παροχών δημιούργησαν και πάλι ένα πρό­βλημα εμπορικού πλεονάσματος, αφού η παραγωγικότητα συνέχιζε με ταχείς ρυθ­μούς, όμως οι μισθοί, άρα και η κατανα­λωτική δυνατότητα, υποχωρούσαν. Την απάντηση στο ενδεχόμενο ξέσπασμα μιας κρίσης την έδωσαν οι τράπεζες, οι οποίες είχαν ήδη αναδειχθεί σε αιχμή του δόρατος της ιμπεριαλιστικής νεοφιλελεύ­θερης πολιτικής διατηρώντας τον έλεγχο της παγκόσμιας κυκλοφορίας του χρήματος. Τα εγχώρια ανεπτυγμένα τραπεζικά ιδρύματα που είχαν συσσωρεύσει πλούτο από τα ευρωπαϊκά ταμεία αλλά ταυτόχρο­να δανειοδοτούσαν και το ίδιο το Ελληνι­κό κράτος και μάλιστα με ιδιαίτερα υψη­λά επιτόκια, προχώρησαν σε μια άνευ προηγουμένου αθρόα «χρηματοδότηση» των «από κάτω», ενίσχυσαν δηλαδή δια-ταξικά την αγοραστική δύναμη ώστε να επέλθει ισορροπία στο εμπορικό πλεόνα­σμα. Σε παγκόσμιο επίπεδο η μαζική χο­ρήγηση δανείων, η λεγόμενη «οικονομία του χρέους», δίνει μια τελευταία ανάσα στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικά κόσμο, αφού τα σχεδόν είκοσι χρόνια αυξανόμε­νης παραγωγής και ταυτόχρονης μείωσης μισθών οδηγούσε νομοτελειακά σε μια κρίση υπερσυσσώρευσης. Η χωρίς φει­δώ δανειοδότηση ακόμα και σε κοινωνι­κές ομάδες χωρίς καμία δυνατότητα απο­πληρωμής, εκτός από τη μαζική εκτίναξη της καταναλωτικής δύναμης, διασφάλιζε και την πλήρη πειθάρχηση των χαμηλών στρωμάτων, αφού η επίπλαστη αύξηση του βιοτικού επιπέδου αλλά και ο συνε­χής εκβιασμός για την ξεχρέωση των δα­νείων αποτέλεσαν έναν ισχυρό κατασταλ­τικό μηχανισμό για το ενδεχόμενο ξέσπα­σμα κοινωνικοταξικών αρνήσεων.

Η «οικονομία του χρέους» ουσιαστικά εισάγει ένα νέο χρηματοπιστωτικό σύστη­μα, το οποίο δε βασίζεται στην παραδο­σιακή απτή κερδοφορία αλλά στην αγο­ραπωλησία δανειακών χρεών ανάμεσα στις τράπεζες, δηλαδή στα δυνάμει κέρ­δη των εν ενεργεία ανεξόφλητων δανεί­ων, τα οποία τελικά δημιουργούν μια πλα­σματική οικονομία. Η «φούσκα» του χρη­ματοπιστωτικού συστήματος που έσκασε το 2008 ήταν το αποτέλεσμα μιας μα­κροχρόνιας συσσώρευσης ανύπαρκτων κερδών που επέφερε και το κλείσιμο της κάνουλας για τη δανειοδότηση των κρα­τών, άρα κατά συνέπεια και το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης. Η βασική προτεραιότητα των κρατών αυτή τη στιγμή είναι η διάσωση των τραπεζών τους ακριβώς γιατί αυτές αποτελούν τον πυλώνα της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας τους. Ακόμα και η «φτωχή Ελλαδίτσα», όπως πολλοί, από τους ακροδεξιούς μέ­χρι την πατριωτική αριστερά, θέλουν να την ονομάζουν, αυτή τη στιγμή ιεραρχεί τη διάσωση των τραπεζών της που εδώ και είκοσι χρόνια έχουν επεκταθεί λεη­λατώντας την ευρύτερη περιοχή των Βαλ­κανίων. Είναι ενδεικτικό άλλωστε πως όχι μόνο ένα ποσό αντίστοιχο των 110 δισ. έχει ήδη απορροφηθεί από το Ελληνικό κράτος για την ενίσχυση των τραπεζών, αλλά και ότι η επιμήκυνση του χρόνου κή­ρυξης της χρεοκοπίας και αναδιαπραγμά­τευσης του χρέους συμβαίνει για να μει­ωθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι απώλειες κέρδους των πιστωτών-τραπεζών της Ελλάδας. Η αναδιαπραγμάτευση του χρέους θα σήμαινε μια μείωση του ποσού αποπληρωμής των πιστωτών που σε ένα μεγάλο ποσοστό τους δεν είναι άλλοι από τις ίδιες τις ελληνικές τράπε­ζες, κάτι που επιμελώς κρύβουν τα μίντια μιλώντας για ξένους κερδοσκόπους που λεηλατούν τη χώρα.

Η επιλογή του Ελληνικού κράτους να προσφύγει στο μηχανισμό στήριξης της τρόικας (ΔΝΤ, Ε.Ε., ΕΚΤ) και τα συνεπακό­λουθα αυτής, που αποκρυσταλλώνονται σε μια σειρά σαρωτικών μεταρρυθμίσε­ων, δεν αποτέλεσε μια «αναγκαστική» επιλογή για τη «σωτηρία» της οικονομίας, αλλά μια διαδικασία πλήρους ένταξης της χώρας στις επιταγές του νεοφιλελευθε­ρισμού. Η τωρινή φάση της κρίσης, όπως έχει επαληθευθεί ιστορικά, δεν αποτελεί απλά ένα μεσοδιάστημα αναπροσαρμο­γής του κεφαλαίου προς αποφυγή των κλυδωνισμών που υπόκειται, αλλά μια επιταχυμένη διαδικασία για την επιπλέ­ον, και με σαφώς πιο αδίστακτους όρους, κερδοφορία του. Η ισοπέδωση των εργα­σιακών και ευρύτερων κοινωνικών δικαι­ωμάτων με την ταυτόχρονη περιστολή των ελευθεριών που έχουν ήδη προωθη­θεί στην υποτιθέμενη προσπάθεια απο­σόβησης της επερχόμενης χρεοκοπίας, ενώ τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα έχουν ήδη χρεοκοπήσει, είναι μία ακόμη στρατηγική αναδιαμόρφωση, με όρους πλήρους παράδοσης ολόκληρου του κοι­νωνικού πεδίου προς όφελος του κεφα­λαίου.

Η νεοφιλελεύθερη πολιτική ταυτίζε­ται απόλυτα με τα συμφέροντα των ντό­πιων αφεντικών, όσο κι αν δημαγωγούν μιλώντας για «αναγκαιότητα επιβολής των μέτρων» και για «προστασία από τις ξένες δυνάμεις». Τα εξουθενωτικά μέ­τρα λιτότητας που επιβάλλονται δεν εί­ναι ένα βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα που αναγκάζονται τα αφεντικά να εφαρμό­σουν με την προοπτική μιας οικονομικής ανάκαμψης και την επαναφορά ισορρο­πίας, αφού αυτή τη στιγμή μια νέα ισορ­ροπία διαμορφώνεται από το κεφάλαιο και έχει ως προϋπόθεση τη ριζική και μό­νιμη ανασύνθεση του συνόλου της κοινω­νικής δραστηριότητας. Έτσι, με μορφή οδοστρωτήρα, τα «απαραίτητα μέτρα για τη διάσωση της χώρας», που αποτελούν και τη μόνιμη επωδό της καταρρέουσας κυβερνητικής ρητορικής, επαναπροσδιο­ρίζουν μεμιάς τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας. Μειώσεις μισθών, απολύσεις, δημιουργία επιχειρησιακών συμβάσεων εργασίας, μισθοί μαθητείας, ενώ ταυ­τόχρονα τελειώνουν οριστικά και με τα όποια απομεινάρια προσχηματικού κοι­νωνικού κράτους, ισοπεδώνοντας βασικά δικαιώματα και κεκτημένα, όπως η ασφάλιση, η υγεία και η παιδεία. Η κρίση και οι συνέπειές της, που σχηματοποιούνται στη διαμόρφωση νέων πολιτικοοικονο­μικών συσχετισμών, ουσιαστικά δηλαδή στη μετατροπή ολόκληρου του κοινωνι­κού χάρτη σε «απελευθερωμένο έδα­φος» για την ανεμπόδιστη λεηλασία του κεφαλαίου, τελειοποιούν το μοντέλο της νεοφιλελεύθερης οργάνωσης της κοινω­νικής ζωής. Έτσι, η επιπλέον ελαστικοποίηση και τελικά η ακραία υποτίμηση της εργασίας, η αναγωγή των άλλοτε κοινω­νικών δεδομένων (σύνταξη, περίθαλψη) σε προνόμια των ταξικά ανώτερων στρω­μάτων, η ένοπλη περιφρούρηση του νέου καθεστώτος με τη στρατιωτικοποίηση των μητροπόλεων και την καθολική παρουσία των μπάτσων, είναι μερικά απ’ τα κομμά­τια που συνθέτουν το νέο περιβάλλον στο οποίο η κοινωνία πρέπει με τη βία να προ­σαρμοστεί.

Είναι πρόδηλο πως το νέο καθεστώς που αυτή τη στιγμή υφαίνεται, το καθε­στώς του νέου ολοκληρωτισμού, δεν μπο­ρεί να υποσχεθεί ευημερία, δεν έχει να δώσει ανταλλάγματα. Ακόμα και η σταθε­ροποίηση της οικονομίας, που ουσιαστικά θα σημαίνει την πλήρη ένταξη της χώρας στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου, όχι μόνο δε θα μπορεί να επιφέρει (έστω και) μια επίπλαστη ευδαιμονία, όμοια με την οποία η ελληνική κοινωνία πορεύθη­κε για δύο δεκαετίες, αλλά αντίθετα υπο­νοεί την πλήρη ενσωμάτωση στους νέους επαχθείς όρους ζωής που το κεφάλαιο επιβάλλει για να μπορέσει και πάλι να κα­ταστεί κερδοφόρο.

Οι πιο ακραίες μορφές αναδιάρθρω­σης και επανάκαμψης από τις καπιταλι­στικές κρίσεις έχουν αποτυπωθεί ιστορι­κά σε δύο παγκοσμίους πολέμους. Αυτή τη στιγμή δε φαίνεται να είμαστε μπρο­στά στο ενδεχόμενο σύρραξης μεταξύ πρωτοκοσμικών χωρών, έτσι ώστε να ξα­ναμοιραστεί η τράπουλα και το κεφάλαιο να απεγκλωβιστεί από το τέλμα. Σίγου­ρα όμως σε συγκυρίες μεγάλης ύφεσης, όπως αυτή των καιρών μας, για να επανα­κάμψουν οι οικονομίες κάποιοι θα πρέπει να οδηγηθούν στο σφαγείο. Και αφού αυ­τό δεν μπορεί να γίνει σήμερα στα πεδία των μαχών, τότε ο νέος ολοκληρωτισμός θα πρέπει να εγκαινιάσει τα σύγχρονα θυσιαστήρια δημιουργώντας ζώνες απο­κλεισμού και εξαθλίωσης μέσα στις μη­τροπόλεις. Είναι λοιπόν σήμερα στην πιο άγρια έκφανση του ταξικού πολέμου που οι κύριοι αυτού του κόσμου όχι μόνο δεν έχουν να προσφέρουν ανταλλάγματα, αλλά μας σπρώχνουν με τη βία προς τον βιοτικό, τον διανοητικό, τον κοινωνικό γκρεμό. Είναι λοιπόν που τώρα επαναφέ­ρεται αυτό που για πολλές δεκαετίες εί­χε επιμελώς παραμορφωθεί στις συνει­δήσεις των πρωτοκοσμικών υπηκόων και της φαντασμαγορικής δημοκρατίας τους, ότι δηλαδή ο φασισμός δεν αποτελεί τον πολιτικό εξτρεμισμό κάποιων παραφρό­νων, αλλά την πιο ακραία τάση ισχυροποί­ησης του κεφαλαίου. Σήμερα όμως αυτός ο νέος φασισμός δε χρειάζεται σβάστι­κες και στρατιωτικές παρελάσεις για να επιβληθεί. Έχει προ πολλού ξεπεράσει αυτή την αισθητικά παρωχημένη οργά­νωση της κοινωνίας, όμως επιμένει στον ίδιο σκοπό: την απόλυτη πειθάρχηση και εμπέδωση του μονοπωλίου του κεφαλαί­ου και της κρατικής βίας από τα χαμηλό­τερα κοινωνικά στρώματα, από τους προ­λετάριους.

Η εγχώρια εκδοχή του νέου φασισμού έχει ξεκινήσει ήδη και εκφράζεται με τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο όχι τόσο στους ντόπιους (γι’ αυτούς προς το πα­ρόν το κράτος «περιορίζεται» στο θέρισμα μισθών και συντάξεων), όσο στους μετανάστες εργάτες. Η κεντρικότητα του μεταναστευτικού ζητήματος που, καθό­λου τυχαία, προήλθε από το ξέσπασμα της κρίσης, αλλά και οι ήδη εφαρμοσμέ­νοι τρόποι φασιστικής αντιμετώπισής του με κοινωνική στοχοποίηση και αστυνο­μικά πογκρόμ, αγορά πλωτών φυλακών, εγκατάσταση από ειδήμονες φονιάδες της FRONTEX των συνοριακών φραγμά­των θανάτου, συνεχή ανέγερση στρατο­πέδων συγκέντρωσης με την εξωραϊσμέ­νη ορολογία «κέντρα υποδοχής», κάνουν ξεκάθαρο πως το καθεστώς επελαύνει πατώντας απροκάλυπτα πάνω σε ανθρώ­πινα κορμιά.

Και εδώ η αδιαφορία δεν πρέπει να βρει το χώρο της γιατί μπορεί για την ώρα αυτά τα κορμιά να μην είναι τα δικά μας, σίγουρα όμως όσα συμβαίνουν σήμερα στους «ανεπιθύμητους» προεικονίζουν το δικό μας μέλλον. Γιατί ακόμα κι αν όλοι εμείς δεν είμαστε «ξένοι», τα αφεντικά ήδη προετοιμάζουν τους όρους για να μας αντιμετωπίσουν ως τέτοιους. Η «ποι­νικοποίηση των μεταναστών», που προ­ωθείται κυρίως μέσα από την ιδεολογική σφαίρα της ασφάλειας και της μηδενικής ανοχής, δεν αποσκοπεί στην επαναφορά της τάξης στις «υποβαθμισμένες» περιο­χές του κέντρου της Αθήνας. Εκεί η τάξη βασιλεύει αφού το κράτος, έχοντας συ­γκεντρώσει ένα μεγάλο κομμάτι του με­ταναστευτικού πληθυσμού στις γειτονιές του κέντρου, μπορεί να διατηρήσει τον πλήρη έλεγχό του. Ο ρόλος της αστυνο­μίας, όσο κι αν οι δημοσιογράφοι κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν φωνάζοντας για την ανικανότητά της στην κάθαρση του κέντρου, είναι από τη μία η πλήρης χαρτο­γράφηση και ο έλεγχος του ξένου εργα­τικού δυναμικού και από την άλλη ο πλή­ρης έλεγχος της παραοικονομίας, άρα και μερίδιο από τα κέρδη του λαθρεμπορίου, των ναρκωτικών και της πορνείας. Η «ποι­νικοποίηση των μεταναστών» σημαίνει τη στοχοποίηση ενός μεγάλου κομματιού των εκμεταλλευόμενων που πλέον πε­ρισσεύουν από την παγκόσμια διαδικασία συρρίκνωσης του εργατικού δυναμικού. Η αναδιάρθρωση του κεφαλαίου μύριζε πάντα ανθρώπινο κρέας. Έτσι και στην τωρινή φάση της κρίσης η ισχυροποίηση του κεφαλαίου θα σαρώσει πρώτα τους πιο αδύναμους μοιράζοντας σφαίρες, απελάσεις, ξυλοδαρμούς και φράγματα. Σειρά έχουμε οι υπόλοιποι.

Μέσα σ’ αυτό λοιπόν το περιβάλλον των γενικευμένων ανακατατάξεων και της απόλυτης βίας πρέπει να επαναπροσ­διορίσουμε τις επαναστατικές μας θέσεις μάχης. Η λέξη επαναπροσδιορισμός εί­ναι για μας αποκαλυπτικά αμφίσημη. Από τη μία υποδηλώνει την αναγκαιότητα για χαρτογράφηση της σημερινής συγκυρίας με στόχο την οριστική ανατροπή της. Από την άλλη αναγνωρίζει τη συλλογική απώ­λεια πολύτιμου χρόνου, την ανικανότητά μας δηλαδή να (ανα)συγκροτήσουμε ένα επαναστατικό κίνημα, πολύ πριν το ού­τως ή άλλως διαφαινόμενο ξέσπασμα της κρίσης, ώστε να ανακόψουμε τις σαρωτι­κές οικονομικοπολιτικές μεταρρυθμίσεις. Όμως τελικά η απώλεια αυτή δεν μπορεί να μετρηθεί σε χρόνο. Είναι που απλά ο χρόνος, ο χαμένος μας χρόνος, αποκαλύ­πτει ωμά τις αδυναμίες μας, μας υπενθυ­μίζει πόσο ανυπόφορο είναι να παρακο­λουθούμε σαστισμένοι να συνθλίβονται οι ζωές μας. Δεν είναι λοιπόν ο χρόνος που κρύβεται πίσω από τις εκκωφαντι­κές μας αδυναμίες. Είναι που στην υπόθε­ση της κοινωνικής επανάστασης σήμερα έχουν γίνει δυσδιάκριτα τα όρια του «ποι­οι, με ποιους και πώς». Κι ενώ εμείς ανα­ρωτιόμαστε για όλα αυτά, ίσως όχι άδικα, η σφαγή επιταχύνεται. Σήμερα λοιπόν δεν υπάρχουν αυτονόητα, δεν είναι θέσφατο ότι οι ολοένα και επαχθέστεροι όροι ζωής που επιβάλλονται θα οδηγήσουν σε μια μαζική κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση και εν τέλει σε μια γενικευμένη σύγκρου­ση με το κράτος. Δυνητικά και μόνο εφό­σον πληρούνται μια σειρά από κοινωνικές και κινηματικές προϋποθέσεις θα μπο­ρούσαμε να οδηγηθούμε σε μια ριζικά ανατρεπτική και τελικά επαναστατική δι­αδικασία. Από τη μία λοιπόν σήμερα ζού­με μία ιστορική μετάβαση, μια σοκαριστική μεταστροφή των δεδομένων που ήδη προκαλούν μια κοινωνική κινητικότητα και δυσφορία, όμως από την άλλη αυτά δεν μπορούν να αθροιστούν σε ένα ενιαίο επαναστατικό κίνημα. Αρχικά η ανικανό­τητα αυτή θα πρέπει να ανιχνευθεί στην κοινωνική προϊστορία της κρίσης, στην εποχή δηλαδή που διαμελίστηκε ολοκλη­ρωτικά το κοινωνικό και ταξικό υποκείμε­νο. Δεν είναι ζήτημα μιας απλής παρελθοντικής αφήγησης, αλλά ζήτημα αναζήτησης καίριων απαντήσεων στην εποχή που το κράτος την ώρα που πουλούσε επίπλα­στη ευδαιμονία, ταυτόχρονα εξασφάλι­ζε προκαταβολικά την κοινωνική ειρήνη ισοπεδώνοντας τις κοινωνικές και ταξικές ζυμώσεις. Ήδη από το ’81, την εποχή της «αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ, επιτυγχάνεται η ιστορική «αποκατάσταση» της αριστεράς με την απορρόφησή της σε καίριες θέσεις του κρατικού μηχανισμού, όπως αυτές της πολιτικής, του πολιτισμού, της επιχει­ρηματικότητας και της δημοσιογραφίας, βάζοντας τα θεμέλια για την οικοδόμη­ση της κοινωνικής συναίνεσης αδρανο­ποιώντας τις αντιστάσεις της ευρύτερης δεξαμενής της αριστεράς. Η δημιουργία ενός επίπλαστου κοινωνικού κράτους, με χρήματα που προέρχονταν από τον ολο­ένα και αυξανόμενο δανεισμό από την Ευρώπη, με τις αυξήσεις μισθών αλλά κυ­ρίως με την υπερδιόγκωση του δημόσιου εργασιακού τομέα –που αποτέλεσε και την αφετηρία για το κομματικό-πελατειακό αλισβερίσι – έφερε μια ψευδαίσθηση ευημερίας. Η πλήρης αφομοίωση της αρι­στεράς αλλά και η ευρύτερη κοινωνική προσαρμογή οδήγησε στην αποσάθρω­ση των μέχρι τότε μαχητικών σωματείων και συνδικάτων αλλά και στη γενικότερη στροφή προς την αδιαφορία μιας κοινω­νίας που μέχρι πρότινος είχε την πολιτική βαθιά ριζωμένη στην ιστορία της. Στις αρ­χές της δεκαετίας του ’90 το ενδεχόμενο μιας κρίσης υπερσυσσώρευσης, αφού οι μισθοί έπεφταν και πάλι σταδιακά, έκα­νε τις τράπεζες να «ανοίξουν» τα ταμεία τους και να προβούν σε μαζικές δανειο­δοτήσεις των χαμηλών και των μικρομε­σαίων στρωμάτων. Ο στρατηγικός πυρή­νας της μαζικής διασποράς ψευδαισθή­σεων ευδαιμονίας δεν περιοριζόταν στην εξασφάλιση της κατανάλωσης των παρα­γόμενων προϊόντων, δεν ήταν δηλαδή μια ουδέτερη δοσοληψία, αλλά ένας πλήρης ανασχηματισμός των κοινωνικών σχέσε­ων. Το κεφάλαιο εισβάλλει σε κάθε πτυχή της ζωής και την αλλοτριώνει δημιουργώ­ντας νέους κοινωνικούς χαρακτήρες που προσαρμόζονται απόλυτα στο εισερχό­μενο μοντέλο μιας απολίτιστης κατανα­λωτικής κοινωνίας. Οι νέες ιδεολογίες που περιβάλλουν το μοντέλο αυτό αντι­στρέφουν κάθε έννοια κοινωνικότητας και εξυψώνουν τα πιο ποταπά ένστικτα ατομικού συμφέροντος και ματαιοδοξί­ας. Το κοινωνικό σώμα μετατρέπεται σε ένα πολύχρωμο καταναλωτικό δυναμικό, σε ένα άθροισμα εγωπαθών ατομιστών που επιδίδονται στο κυνήγι κατάκτησης των νέων ψευδών δυνατοτήτων που προ­σφέρει ο καπιταλισμός. Οι «δυνατότητες» πλουτισμού, ομορφιάς και καταξίωσης αποτελούν πλέον την πεμπτουσία της ζω­ής μέσα σ’ ένα περιβάλλον αποτεφρωμέ­νων αξιών. Και είναι σ’ αυτό το περιβάλ­λον που διαγράφεται παντελώς οποιαδή­ποτε ανάμνηση κοινωνικών και ταξικών αρνήσεων δημιουργώντας μια προσωποκεντρική ιδεολογία αποκοπής από τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά μιας αλλη­λέγγυα συγκροτημένης κοινωνίας. Σήμε­ρα λοιπόν που οι ενέσεις καταναλωτικής υπνηλίας στέρεψαν, απέμειναν μονάχα οι παρενέργειες. Μας έμεινε η ζάλη που άφησε πίσω της η απερχόμενη εποχή, η ζάλη μιας κοινωνίας που αποποιήθηκε για λίγες δόσεις εξουσίας την πολυτιμότερη κληρονομιά της: τη συλλογικοποίηση, την άρνηση, τη φαντασία. Είναι λοιπόν η πο­λιτισμική κρίση, που προηγήθηκε της οι­κονομικής, αυτή που επισκιάζει την οργα­νωτική δυνατότητα των «από κάτω». Είναι που το κεφάλαιο κατάφερε να ξεκληρί­σει από την κοινωνική συνείδηση την πί­στη στις δυνατότητες των συλλογικών αρ­νήσεων. Γι’ αυτό και σήμερα ο καθένας παραμένει μόνος, γι’ αυτό και η διάχυτη διαμαρτυρία δεν μπορεί – προς το παρόν – να γίνει συσπειρωμένη αντίσταση.

Και τελικά δεν υπάρχει ελπίδα; Ένας ατελείωτος χειμώνας θα σκεπάζει τις ζωές μας; Όχι, και πάλι όχι. Οι αφέντες αυτού του κόσμου όσο πνεύμα, όσες σάρκες κι αν ρημάξουν, ξέρουν πως μια δυνατότητα θα παραμένει ζωντανή. Η δυνατότητα κάποιων μέσα στη γενικευ­μένη ακαμψία να σηκώνουν κεφάλι. Και μαζί τους να το σηκώνουν και άλλοι. Η καπιταλιστική κρίση και οι αβάσταχτες κοινωνικές μεταβολές είναι δεδομένο πως δημιουργούν μια αποσταθεροποίη­ση, έναν κλυδωνισμό στην πίστη των κυ­ρίαρχων δεδομένων. Αυτή ακριβώς είναι η στιγμή, το χρονικά προνομιακό έδα­φος, για την κοινωνική ανάνηψη από τις θεσμικές ιδεολογίες και τη διάδοση των ανατρεπτικών θεωριών. Εμείς μέσα από αυτές τις γραμμές δεν αξιώνουμε να δώ­σουμε λύσεις. Δεν είναι οι εξειδικευμέ­νες γνώσεις μας και τεχνικές αυτές που θα επανασυγκροτήσουν έναν πολιτισμό συλλογικών αρνήσεων. Χρειάζεται κάτι πολύ πιο βαθύ, κάτι πολύ πιο δύσκολο: την επανάκτηση της πίστης στη συλλο­γική μας δύναμη. Όλων μας. Εμείς απλά δηλώνουμε παρόντες και από το μετερί­ζι του ένοπλου αγώνα στο πιο επιτακτικό κάλεσμα των καιρών μας. Το κάλεσμα, έξω από τους διανοητικούς βάλτους κά­θε πατριωτισμού, να σχηματίσουμε τις γραμμές της ταξικής μας αυτοάμυνας. Να προωθήσουμε τον εμφύλιο ταξικό πόλεμο μεταδίδοντας το μήνυμα ότι όχι μόνο κάποιοι σήκωσαν κεφάλι, αλλά θα πρέπει τώρα να κοιτάξουν στα μάτια και τους υπόλοιπους. Ότι θα πρέπει να ξαναμάθουμε όλοι να χειριζόμαστε τα μόνα αληθινά μας όπλα: την επικοινωνία και την οργάνωση. Γιατί κανείς άλλος δε θα το κάνει για μας, γιατί οι αρχηγοί και οι σωτήρες ήταν πάντα οι υπαίτιοι της ήτ­τας μας. Και η λέξη ήττα δε μας χωράει πια.

Γι’ αυτούς τους λόγους επιλέξαμε να επιτεθούμε σε έναν δημόσιο οικονομικό οργανισμό. Οι εφορίες αποτελούν εξίσου βασικούς πυλώνες για την προώθηση της ληστρικής πολιτικής του κεφαλαίου. Η επιβολή φόρων στο κοινωνικό σώμα με τη διαρκή μάλιστα προσαύξησή τους εί­ναι το διαχρονικό χαράτσι που υποχρεού­νται να καταβάλουν οι σκλάβοι της οικο­νομίας στους διαχειριστές της εξουσίας. Ο νέος Γενικός Γραμματέας φορολογικών και τελωνειακών θεμάτων Γ. Καπελέρης σαν γνήσιο κάθαρμα της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ που παρέδωσε τη χώρα στο ΔΝΤ έχει αναλάβει από την προηγούμενη θέση του ειδικού γραμματέα του ΣΔΟΕ με βάση το Μνημόνιο να επιβάλλει πρόστιμα και φό­ρους 7 δισ. ευρώ για ολόκληρο το χρόνο. Φυσικά αυτό το ποσό δε θα καλυφθεί από την φορολόγηση των πλουσίων αυ­τού του τόπου. Ας μην ξεγελιόμαστε από τις «εντυπωσιακές» εμφανίσεις του ΣΔΟΕ σε βίλες υπερπολυτελείας και μεγαλογια­τρούς. Η επικοινωνιακή προπαγάνδα της δημοκρατίας δεν μπορεί να κρύψει του λόγου το αληθές: τη ληστρική επίθεση εις βάρος των εργαζομένων.

«Γυρνώ γύρω από έναν βράχο που φράζει τον δρόμο μου μέχρι τη στιγμή που θα αποκτήσω αρκετό μπαρούτι για να τον κομματιάσω· γυρνώ γύρω από τους νόμους ενός λαού μέχρι τη στιγμή που θα έχω μαζέψει αρκετή δύναμη για να τους γκρεμίσω»

Στις παρακάτω γραμμές εκφράζονται μερικές εσώτερες σκέψεις ως ένα ελά­χιστο φόρο τιμής στον Επαναστάτη Λά­μπρο Φούντα, που έπεσε περήφανος με το όπλο στο χέρι στις επιτιθέμενες γραμ­μές του ένοπλου αγώνα, αναδεικνύοντας με τον πιο κοφτερό τρόπο την προσωπι­κή αυταπάρνηση, το Βαρύ Βάδισμα της αντικαθεστωτικής δράσης, το ξεπέρασμα της αυτοσυνείδησης και της επιλογής· Είναι εκείνες οι μετρημένες ώρες που η ανθρώπινη σκέψη διεκδικεί μιαν αντικει­μενική αλήθεια γεμάτη με επαναστατι­κό θράσος σ’ ένα ζήτημα όχι θεωρητικό, αλλά πρακτικό. Ο άνθρωπος στην πράξη οφείλει ν’ αρνηθεί ό,τι τον περιορίζει, σ’ αυτό το πολεμικό πεδίο που ο δρόμος της αντίστασης οδηγεί στην πραγμάτωση για αληθινή ζωή...

Ο δρόμος χωρίς επιστροφή μέθυσε με τον κυκλικό χρόνο, ξελογιάστηκε, άρχισε να μιλά, να ονειρεύεται το ελεύθερο πνεύ­μα του ασυμβίβαστου, την άγρια ομορφιά του εξεγερμένου, την πορεία της τελικής ευθείας, την τελευταία μάχη...

Μες τον γκριζόμαυρο ορίζοντα της μη­τρόπολης του πόνου, μια κίτρινη ομίχλη απ’ το χθες, εκδηλώθηκε με χυδαιότη­τα για να προσφέρει γεμάτη καλοσύνη στους «εκλεκτούς» το ύπουλο δισκοπό­τηρο που φέρει στο περιεχόμενό του τον βούρκο της απανθρωπιάς, την κοινωνική αδικία...

Σ’ αυτούς τους αγκαθωτούς μονόδρο­μους, ο εφιάλτης της ξεφτίλας, της ταπεί­νωσης οργιάζει, τα όνειρα πνίγονται στον βόρβορο των πρόστυχων ιδεολογημάτων, το ευγενικό παρόν τυραννιέται απ’ την άθλια λογική της εκμηδένισης, το πνεύμα της αυτοσυνείδησης σφαγιάζεται από τα σκοτεινά κέντρα των μαφιόζικων επιδρο­μών, οι χρυσοστόλιστοι «εκλεκτοί» χλευ­άζουν, χτυπούν χωρίς έλεος με την μέρα και την νύχτα κολλημένες στην ίδια θεα­τρική παράσταση...

Ξαφνικά ο αγέρας κόπασε, η νύχτα φό­ρεσε τα όμορφα προικιά της για τον γνω­στό περιπετειώδη περίπατο, μια παράξε­νη σιγαδιά ξεγυμνώθηκε στους δρόμους της αιματοβαμμένης πάλης, σκεπάζωντας απαλά τους ήχους της μητρόπολης και τις άχαρες συνοικίες, αυτό το μυστή­ριο πάντρεμα της νύχτας άρχισε να συμ­βαίνει, άλλωστε είναι γνωστή η αιώνια ερωτική σχέση της με τον επαναστατημέ­νο άνθρωπο...

Σ’ εκείνο το αρχέγονο συναίσθημα της έλξης, σ’ εκείνο το μεταφυσικό τραγούδι της αίσθησης και των παλμών για αληθι­νή ζωή πραγματώνεται η μεταμορφωτική ένδυση των μοναχικών σκιών· εκεί συνα­ντιέται η ελεύθερη σκέψη με την επιθυ­μία, η γλυκιά αφοσίωση με την επιλογή, το εσώτερο ένστικτο με την πράξη· έτσι απλά γαλήνια μοιράζονται στα δυο σαν το κρασί και το σταφύλι, άμεσα χωρίς περιτολογίες, ηθικούς φραγμούς, συμφέρον και αναβολές...

Οι μοναχικές σκιές στρέφονται αντιθε­τικά ως προς την κύρια κατεύθυνση που ορίζουν οι «εκλεκτοί», τα χνάρια τα οποία διαβαίνουν είναι αποκλειστικά ήρεμα και αυτό τους κάνει περισσότερο ζηλευτούς, δεν ενδιαφέρονται για επιφανειακές σχέ­σεις, για φιλίες χωρίς πόνο, για έρωτες χωρίς νόημα, για ραντεβού ανούσια, μίζε­ρα, υποκριτικά, εσωστρεφικά, εγωιστικά, απομονωτικά, περιθωριακά, οι συναντή­σεις τους είναι ποτισμένες με την εμπιστο­σύνη, τη συνέπεια, τη δέσμευση, οι συνα­ναστροφές τους είναι αυστηρά επιλεκτι­κές και οι διαθέσεις τους πάντα ριψοκίν­δυνες, έχουν μάθει ερμητικά να ζουν με τα λίγα, να ξεπερνούν τον εαυτό τους στις αληθινές στιγμές, γι’ αυτό βρίσκουν την δύναμη να μισούν θανάσιμα τους «εκλε­κτούς» που διαθέτουν τα πολλά...

Ξέρουν να σιωπούν, να περιμένουν με ταχυπαλμία και τόλμη για την εφαρμογή των καταστροφικών σχεδίων τους, αυτή η ασταμάτητη δίψα για αληθινές στιγμές συνδέεται άρρηκτα με την σιωπηλότα­τη σκέψη τους. Οι μοναχικές σκιές ξεπη­δούν με ανεξάντλητη όρεξη για πόλεμο, με φανερή θέληση για δημιουργία, με πε­ρίσσιο θάρρος και έντονη τη μυρωδιά της φαντασίας ξεσκίζουν το σκληροτράχηλο δέρμα της πειθαρχημένης ζωής, ξερνούν το βρώμικο αίμα της «Πανάγιας νομιμό­τητας» και ορμούν στους εξουσιαστικούς ιστούς της επιβαλλόμενης «κοινωνικής ει­ρήνης»...

Μιλούν με πυγμή για το ελεύθερο πνεύμα που τους ενσαρκώνει-περιβάλλει, φωνάζουν έντονα με πάθος την γλώσσα της πύρινης αλήθειας, διαπερνώντας την κόλαση της καθημερινότητας, σαν να μην υπολογίζουν τίποτα, σαν να είναι το μυα­λό τους κολλημένο σ’ ένα μόνο πράγμα· εξεγερθείτε, επιτεθείτε, χτυπήστε αμεί­λικτα, διότι έρχεται κάποια στιγμή που η σιχαμερή φιλαυτία θα καταστραφεί συ­θέμελα από την επαναστατημένη ταπεινότητα· εκεί που η μουντή ζωή θα κατα­κερματιστεί αδυσώπητα και η αρετή του αγώνα θα ρίξει τις σπίθες του ξεσηκωμού στους γλυκανάλατους περαστικούς...

Έχουν άλλες σκέψεις να ζυγίσουν, σκέ­ψεις φλογερές, χαοτικά ανυπότακτες που τους ωθούν τόσο μακριά σ’ ένα τόπο, σε μια γη ΕΛΕΥΘΕΡΗ, άλλες ζωές να ανακαλύψουν· χωρίς καταπιεστές-καταπιεζόμενους, εκμεταλλευτές-εκμεταλλευόμενους που δεν θα εξουσιάζει αυτό το γε­λοίο οικονομικίστικο πνεύμα των «εκλεκτών», αλλά ο ίδιος ο λαός, η ίδια η κοινω­νία θα πορεύεται με αρμονία στο φωτεινό μονοπάτι της ελευθερίας, στην μηχανική βάση της αυτοοργάνωσης-αυτοκυριαρχίας για μια ζωή αταξική χωρίς νόμους και θεσμούς...

ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΠΑΘΟΣ

ΠΑΝΤΑ ΠΑΘΟΣ

ΥΓ/1

Ο υπουργός «Προστασίας του Πολίτη» Παπουτσής σε δηλώσεις του έκανε κά­λεσμα «στους ένοπλους αγωνιζόμενους που προετοιμάζονται για την επανάστα­ση» για παράδοση των όπλων. Κάλεσμα για εγκατάλειψη του ένοπλου αγώνα. Θέ­λουμε απλά να του υπενθυμίσουμε ότι η μοναδική προϋπόθεση παράδοσης των όπλων μας είναι η παράδοση της εξουσί­ας στην κοινωνία, κάτι που φυσικά γνωρί­ζουμε ότι δεν πρόκειται να γίνει αναίμα­κτα σαν κίνηση καλής θέλησης από το κα­θεστώς. Παράδοση των όπλων σημαίνει ταυτόχρονη εγκατάλειψη των οραμάτων και των ιδανικών μας. Γιατί οι σφαίρες μας είναι οι προστάτες των ονείρων μας.

«Πρέπει να βρούμε ξανά το γέλιο μας να βρούμε την αποξεχαμένη πράξη μας να βρούμε τις λέξεις που τη μνημονεύουν να βρούμε τη φωνή μας γιατί η αλήθεια θέλει την πράξη μας για να υπάρξει θέλει τις λέξεις μας για να μη σβηστεί θέλει τη φωνή μας για ν’ ακουστεί ως πέ­ρα»

Τίτος Πατρίκιος

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ

Ε.Ο. 6η ΔΕΚΕΜΒΡΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: