23.7.11

Απ’ τη λύκρα στην πίκρα...

Του Αυγούστου Κορτώ

Η ιστορία του ανδρικού μαγιώ, όπως διατρέχει τον αλλοπρόσαλλο βίο μου, είναι μια ιστορία φρίκης, πόνου, διάψευσης και παραίτησης – αυτό που ο Τσέχωφ θα έλεγε κωμωδία.

Ωστόσο, προτού...

ξαμοληθώ σαν τρελό φορτηγό στη λεωφόρο των αναμνήσεων, οφείλω να προβώ σε μερικές διευκρινίσεις, χωρίς τις οποίες το παρόν κείμενο δεν βγάζει νόημα (σε αντίθεση με προηγούμενα κείμενά μου, που μου τα ζητάνε από πανεπιστήμια για να’ χουν απόθεμα όταν τους ξεμένει ο απόπατος από χαρτοβάμβακα).

Κατ’ αρχάς, παρά τα ακατονόμαστα αίσχη των βιβλίων μου και τον παραληρηματικό δημόσιο λόγο μου, είμαι άνθρωπος τρομερά, παθολογικά συνεσταλμένος. Στις λιγοστές, ευτυχώς, περιπτώσεις που κάποιος μ’ έχει αναγνωρίσει στο δρόμο απ’ το απολλώνειο κάλλος μου και το σωματότυπο κούρου (ή κουρού, όπως μπουγάτσα) και μ’ έχει παινέσει για το θεόπεμπτο ταλέντο μου, η αντίδρασή μου είναι σαν του Κάσπαρ Χάουζερ αν, με το που ξεμπούκαρε απ’ την υπόγα, τον έπαιρνες και τον έριχνες σε μπουζουξίδικο την ώρα που βγαίνει η Αννούλα η Βίσση τυλιγμένη με τ’ αλουμινόχαρτα σαν το σύγλινο που περίσσεψε από χτες και είναι κρίμα να το δώσουμε στη γάτα. Καμπουριάζω, καρφώνω το βλέμμα στο πεζοδρόμιο, και μουρμουρίζω άναρθρα, μέχρι ο βιβλιόφιλος να σκιαχτεί και να φύγει.

Επιπλέον, τη συστολή του απροσάρμοστου επιδείνωνε, από τα τρυφερά μου χρόνια, η βαθμηδόν αυξανόμενη αφρατοσύνη μου: πρώτα παιδάκι ευχάριστα γεμάτο, έπειτα παιδάκι δυσάρεστα γεμάτο, κατόπιν παιδοβούβαλο, εν συνεχεία έπιπλο, προς το τέλος της εφηβείας μου βουνό με τα κλαδιά, και στα εικοσιένα μου κρατίδιο – που αν είχα τότε βύσμα στην Ο.Ν.Ε. θα μπορούσα να’ χα κόψει μέχρι δικά μου ευρώ.

Οπότε, αν σ’ αυτή την ψυχοσύνθεση προσθέσετε τις αποκαλυπτικές αμφιέσεις στις οποίες μας εξωθεί το αναθεματισμένο το καλοκαίρι, μπορείτε να φανταστείτε τι μαρτύρια έχω τραβήξει με το θέμα μαγιώ.

Πρώτο τραύμα, η ανεκδιήγητη δεκαετία του ογδόντα, που κατάφερε να εκμαιεύσει απ’ τον Ελληνικό λαό όλη την ακαλαισθησία που έκρυβε μέσα του επί αιώνες. Αρκούν ως παράδειγμα η μουστάκα-γουναρικό στους άνδρες, και οι βάτες παίκτη του ράγκμπι στα τι-σερτ των γυναικών. Σε ό,τι αφορά το ανδρικό μαγιώ δε, τω καιρώ εκείνω το πρόβλημα στις πλαζ δεν ήταν ούτε τα σκουπίδια, ούτε τα πλαστικά, αλλά τα φρικαλέα σλιπάκια (σώβρακα) από λύκρα. Τα οποία, στις περισσότερες περιπτώσεις, συνοδεύονταν από κοιλάθρα δίκην κρεμαστών κήπων, έτσι που συχνά νόμιζες πως ο σαπιοκοιλιάς γυρνάει με τη μαλαπέρδα στη φόρα. Επιπλέον, σαν να μην έφταναν τα ίδια τα μαγιά και τα αξεσουάρ που τα αναδείκνυαν (παντόφλα, ενίοτε με κάλτσα, καδένα-προπομπός των ράπερ στο δασύτριχο βυζί, και γυαλιά ηλίου περιπτε-Rayban με δείκτη προστασίας Stevie Wonder), πολλοί καλοί κύριοι, όπως ξαπλώναν κάτω απ’ την ομπρέλα και νοσταλγούσαν τον καναπέ τους, όπου μπορούσαν να βλέπουν μπάλα και να πίνουν μπύρα και να πέρδονται με κάθε κίτρινη κάρτα – στην κόκκινη χέζεσαι –, αδιαφορώντας παντελώς για το ποιος τους έβλεπε, χώναν το χέρι μέσα από τη λύκρα και χαρχάλευαν ηδυπαθώς τα καλαμπαλίκια τους.

Όπως καταλαβαίνετε, καθ’ όσον απ’ τα μικράτα μου διέθετα αισθητική εφάμιλλη του Ρούμπενς (και τα ανάλογα ξύγκια), δεν υπήρχε περίπτωση να βγω στην παραλία μ’ αυτά τα αισχρά βρακιά – οπότε, όσο αντιφατικό κι αν ακούγεται σε σχέση με τα όσα έλεγα πιο πάνω (και τα οποία έχω ήδη ξεχάσει), πέρασα χρόνια ολόκληρα χωρίς μαγιώ, μέχρι που έπαψα να είμαι παιδάκι κι άρχισαν να κολάζονται αι γεροντοκόραι, οπότε και οι γονείς μου μού επέβαλλαν σλιπ διά βοής.

Ωστόσο, για καλή μου τύχη, την περίοδο εκείνη άρχισαν να εμφανίζονται τα μαγιώ-βερμούδες, τα οποία μπορεί να ήταν πιο άχαρα κι από σεμέν τραπεζομάντιλα, αλλά τουλάχιστον άφηναν τα κρυφά κρυμμένα – ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζα. Διότι η βερμούδα που’ χα διαλέξει ήταν άσπρη ξέξασπρη κι απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη, κι επειδή ως τρελός τρωγόμουν με τα ρούχα μου, είχα πάρει το ψαλιδάκι και χρίτσι-χρίτσι είχα κόψει το σπασουάρ. Και το φόραγα το μαγιώ όλο χαρά, και βουτούσα κι έκανα τσαλίμια σαν ζαργάνα (απ’ το νησί του Κινγκ Κονγκ), και δροσίζονταν τ’ απαυτά μου και ήμουν περιχαρής. Αυτή η περίοδος ανεμελιάς κράτησε γύρω στις δύο βδομάδες, οπότε και η μητέρα μου μού επεσήμανε διακριτικά ότι το άσπρο μαγιώ όταν βραχεί γίνεται κάπως αποκαλυπτικό, με αποτέλεσμα να τρέξω στον καθρέφτη, όπου και διαπίστωσα ότι κάτω απ’ τη βερμούδα διαγράφονταν όχι μόνο τα μεριά μου, η χωρίστρα μου, και τα οικογενειακά τιμαλφή, αλλά μέχρι και το υπερεγώ μου.

Ακολούθησε δεκαετής περίοδος σταθερής μοσχαροποίησης και καλοκαιρινής κατήφειας, στη διάρκεια της οποίας φορούσα μία τριπλόφαρδη μαύρη βερμούδα – κάτι ανάμεσα σε πένθιμο κρέπι και σφακιανή βράκα – η οποία αντικατόπτριζε το μαύρο της ψυχής μου (διότι στο μεταξύ είχα διαβάσει τον Ξένο του Καμύ, και θεωρούσα ότι το μυαλό μου ζύγιζε ελάχιστα λιγότερο απ’ τις μπούτες μου), η οποία όχι μόνο δε με κολάκευε (εσείς τα αγόρια-μπισκοτολούκουμα να τ’ ακούτε, που φοράτε αυτά τα αίσχη τα ποδήρη – ρωτήστε κι έναν κίναιδο με γούστο, να σας πει ότι δεν πάνε σε κανέναν τα ρημάδια!) αλλά μ’ έκανε να μοιάζω με φώκια την οποία ο εσκιμώος γουναράς δεν πρόκαμε να γδάρει μέχρι τα πτερύγια, διότι στο μεταξύ του την έπεσε η Μπριζίτ Μπαρντό με καμάκι και γκρο πλαν φωτογραφία του Λεπέν για να μάθει να γδέρνει ο απολίτιστος.

Γύρω στα είκοσι, όταν πλέον ήμουν ορατός κι από το τηλεσκόπιο Hubble – υπάρχει χαρακτηριστική φωτογραφία όπου δείχνει πώς γεννιέται ο γαλαξίας, κι από δίπλα έχει εμένα γδυμνό για να καταλαβαίνεις την κλίμακα –, φλέρταρα φευγλέα με την ιδέα, μιας που ήμουν πλέον το τέρας το αποφώλιον και χειρότερα δε γίνουνταν, να εγκαταλείψω τα προσχήματα και να εναγκαλισθώ την παραλιακή παρενδυσία – τουτ’ έστιν, να βρω ένα ωραίο ολόσωμο και να ησυχάσω. Ωστόσο, φαίνεται πως διέθετα ακόμα κάποια ψιχία αυτοσεβασμού (έκτοτε τα έχω χάσει κι αυτά) οπότε παρέμεινα άρκτος βερμουδοφόρος.

Και ύστερα ήρθε η δίαιτα, και απέκτησα επιτέλους διαστάσεις ανθρώπου, και μαζί με την πρωτόγνωρή μου αυτοπεποίθηση αναπτερώθηκαν οι ελπίδες μου πως, για πρώτη φορά στη ζωή μου, θα’ βρισκα το μαγιώ των ονείρων μου.

Τζίφος. Διότι, όσο κι αν κράζουμε τα eighties, τουλάχιστον τότε η γράμμωση δεν ήταν Μωσαϊκός νόμος, και οι ατέλειες, καλυμμένες με μπόλικη γουρουνότριχα, συγχωρούνταν. Όμως από τότε που η ηθική χρεοκοπία της ανθρωπότητας επεκτάθηκε στο ρατσισμό του σωματικού λίπους και την άτυπη ποινικοποίηση και της πλέον λεπτής δίπλας, ο αγών μου συνετρίβη κάτω από αγκωνάρια ματαιότητος – γιατί, τι να το κάνω το ωραίο το μαγιώ, που δεν υπάρχει που-θε-νά το τρισκατάρατο, όταν δεν διαθέτω κοιλιακούς στους οποίους μπορείς να βάλεις μπουγάδα με αλισίβα, να τρίψεις παρμεζάνα, ή να τηγανίσεις μπριτζόλα στον ήλιο όπως σε τηγάνι-αχιβάδα;

Και επιστρέφοντας στις ελεύθερες, ελευθέριες και ξετσίπωτες ρίζες μου, στην παιδική μου αθωότητα και τις θερινές της ηδονές, πλέον αποζητώ παραλίες γυμνιστών, όπου πετάω το επάρατο μαγιώ στο δευτερόλεπτο κι ορμώ στο κύμα τ’ αφρισμένο, σαν το κατσίκι τ’ αφιονισμένο.

Έτσι, αν ποτέ τύχει κι αναγνωρίσετε την κορμάρα μου την παράξενη, και δεν κεραυνοβοληθείτε όπως η Σεμέλη όταν της τα πέταξε ο Ζευς, να είστε επιεικείς και συγκρατημένοι στις αντιδράσεις σας, διότι έτσι και στο ψυχικό ξεγύμνωμα των βιβλίων μου προστεθεί και το κυριολεκτικό, θα πάθω τέτοια ανεπανόρθωτη κολούμπρα, που μπορεί να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου κάνοντας μπάνιο με μπούρκα.

protagon.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: