15.7.12

Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει...


... οι Έλληνες, όμως, σήμερα αρχίζουν πάλι και πεθαίνουν...

Τα βράδια αυτής της εβδομάδας ήταν αφιερωμένα στην τέχνη. Αν εξαιρέσεις την Τρίτη, που βγήκα με φίλους από τα παλιά σ’ ένα μπαρ της Κηφισιάς πριν καταλήξω στην «Παλιά Αγορά» στη Φιλοθέη, έχουμε και λέμε: Δευτέρα, θέατρο, στη Ρεματιά του Χαλανδρίου. Τετάρτη, Πέμπτη και Παρασκευή θερινό σινεμά. Όχι και άσχημα. Όμως δεν θέλω να σας εξομολογηθώ για τον εαυτό μου, αλλά για...

την …Ελλάδα (που) ποτέ δεν πεθαίνει.

Όλα ξεκίνησαν την Παρασκευή το βράδυ, όταν πήγα στη Βουλή για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβερνήσεως. Πριν μπω στην αίθουσα της Ολομέλειας για να ακούσω τον πρωθυπουργό, πέρασα για λίγο από το καφενείο της Βουλής. Εκεί, μεταξύ άλλων, συνάντησα και τον Παύλο Χαϊκάλη. «Καλά, δεν ήρθες χτες στου Παπάγου, που ‘χε πρεμιέρα ο φίλος σου ο Κώστας;» μου είπε. «Πω, πω το ξέχασα» του είπα. Κι αυτή ήταν η αλήθεια. Αν και το φταίξιμο ήταν μισό δικό μου και μισό του Κώστα. Είχε υποσχεθεί να μου τηλεφωνήσει για να μου το υπενθυμίσει. Και δεν τηλεφώνησε.
Για καλή μου τύχη, η παράσταση θα παιζόταν τη Δευτέρα στα μέρη μου, στο Χαλάνδρι. Στη Ρεματιά. Την Κυριακή συμφωνήσαμε με το μικρό μου γιό, που του αρέσει ο Χαϊκάλης, αλλά και η Ρένα Λουϊζίδου, να πάμε να τη δούμε μαζί. Όπως όμως πάντα γίνεται με τα παιδιά, ο Βασίλης κανόνισε να πάει Δευτέρα και Τρίτη στη Ραφήνα σ’ ένα φίλο του. Ανάμεσα σε θέατρο και σε κολύμπι, παιχνίδι και παρέα διάλεξε το δεύτερο. Λογικό. Και ‘γω το ίδιο θα έκανα αν ήμουν στην ηλικία του.
Δευτέρα απόγευμα, παίρνω τηλέφωνο τον Κώστα και του λέω: «Κράτα μου μια θέση, το βράδυ θα ‘ρθω να δω την παράστασή σου». Κάνω εδώ μια παρένθεση για να πω ότι ο Κώστας, είναι ο Κώστας Μπάλας, θεατράνθρωπος. Ξεκίνησε από ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου, μετά καλλιτεχνικός διευθυντής, θεατρικός παραγωγός, ιδιοκτήτης σήμερα του «Θεάτρου Βασιλάκου» και επικεφαλής της «Θεατρικής Διαδρομής». Πάνω απ’ όλα όμως φίλος. Καλός κι αγαπημένος. Σεμνός άνθρωπος, έντιμος αγωνιστής, παλιότερα και για τις ιδέες του, σήμερα για τη ζωή, για τον επιούσιον άρτον, όπως σχεδόν όλοι οι Έλληνες.
Δεν θα μπορούσε λοιπόν ο Κώστας -που, ειρήσθω εν παρόδω, τα τελευταία χρόνια, άνοιγε σχεδόν πάντα την Επίδαυρο, με κάποια αρχαιοελληνική παράσταση και κυρίως Αριστοφάνη, αλλά φέτος δεν ξέρω τι έγινε και ο Λούκος τον απέκλεισε- δεν θα μπορούσε λοιπόν ο Κώστας, στους δύσκολους και μελαγχολικούς καιρούς που ζούμε, παρά να «τρέξει» φέτος το καλοκαίρι καθ’ άπασαν την επικράτειαν, με το μουσικοθεατρικό έργο «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», σε σκηνοθεσία του Πέτρου Ζούλια, πρωταγωνιστές τον Χαϊκάλη, τη Λουϊζίδου, την Τζόϋς Ευείδη, τον Μαυρόπουλο, την Έρση Μαλικένζου, τον Πάνο Σταθακόπουλο και καμμιά δεκαριά άλλους, κυρίως νέους, ηθοποιούς, αγόρια και κορίτσια, από τα οποία, όπως διαπίστωσα στην παράσταση, ορισμένα έχουν μέλλον στο ελληνικό θέατρο.
Κλείνω εδώ την (ομολογουμένως μεγάλη) παρένθεση και επανέρχομαι στην αφήγηση. Δευτέρα βράδυ λοιπόν, μόνος, φθάνω στη Ρεματιά. Το Θέατρο, δόξα τω Θεώ, γεμάτο. Μέχρι που χρειάστηκε να προστεθούν καρέκλες μπροστά από την εξέδρα για να καθίσει ο κόσμος. Λέω δόξα τω Θεώ, γιατί, από ότι ξέρω από άλλους φίλους του θεάτρου και όπως μου είπε και ο Κώστας, που ξέρει τα του συναφιού του, η οικονομική κρίση έχει πληγώσει και το θέατρο. Οι εισπράξεις είναι μείον, από 20% έως και 50%.
Κλείνω κι αυτή την (μικρή τώρα) παρένθεση και η ..παράσταση αρχίζει. Σε δύο ώρες παρελαύνει από μπροστά μας η ιστορία της χώρας. Από την επανάσταση του ’21 ίσαμε τα σήμερα, την εποχή του μνημονίου. Μία ιστορία πολέμων, παθών, ενθουσιασμών, απογοητεύσεων, ταυτίσεων με πρόσωπα και εθνικά οράματα, μα πάνω απ’ όλα μια ιστορία διαιρέσεων και διχασμών. Δεν είμαι κριτικός θεάτρου και ούτε πρόκειται να πω αν ήταν καλή ή όχι η παράσταση. Αν οι ηθοποί έπαιξαν καλά το ρόλο τους, αν σκηνογραφικά ήταν καλή δουλειά, αν ήταν καλή η μουσική -που ήταν. Αξίζουν όμως συγχαρητήρια, έστω κι αν το κείμενο δεν ήταν πάντα τόσο δυνατό, στον Ζούλια για την οπτική που διάλεξε να απολογήσει την πορεία του νεοελληνικού κράτους.
Αν το καλοσκεφτούμε όντως είναι μία ιστορία μεγαλύτερων ή μικρότερων διχασμών και μετεωρισμών που κάθε φορά φέρνουν τη χώρα στον γκρεμό και την καταστροφή, αλλά πάντα καταφέρνει και μαζεύει τα συντρίμμια της, ξαναστέκεται στα πόδια της και ξανά προς τον επόμενο διχασμό τραβά. Λαϊκοί αγωνιστές – κοτσαμπάσηδες, Βαυαροί, μοναρχικοι – «συνταγματικοί», Δύση – Ανατολή, Βενιζελικοί – Κωνσταντινικοί, Μεγάλη Ιδέα – «ψωροκώσταινα», βασιλικοί – δημοκράτες, φασίστες – κομμουνιστές, Δεξιοί – Αριστεροί, Καραμανλής – Παπανδρέου, δικτατορία – λαός, Ευρώπη – εθνική μοναξιά, εκσυγχρονιστές – λαικιστές και σήμερα μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί. Ισχυρά διαζεύγματα που οδήγησαν σε νίκες και ήττες, κυρίως όμως σε χρεωκοπίες, καταστροφές, εμφυλίους, δικτατορίες ακόμη και σε εθνικούς ακρωτηριασμούς όπως στη Μικρασία και την Κύπρο.
Η παράσταση μάλλον άρεσε στο κοινό αφού στο τέλος οι θεατές χειροκρότησαν θερμά τους ηθοποιούς. Απο τους πρωταγωνιστές -εκτός βέβαια απο τον Χαϊκάλη, που τον θεωρώ έναν από τους κορυφαίους ηθοποιούς, αλλά και μεγάλο βλάκα που πήγε κι έμπλεξε με την πολιτική- με εντυπωσίασε πραγματικά η δραματικότητα της Λουϊζίδου, ενώ η Ευείδη είναι σταθερή κωμική αξία. Το έργο, ως σύνολο, μου άφησε μία γλυκόπικρη γεύση. Μια τρικυμία στα χείλη. Εκτός απο το γέλιο είχε και πολλές στιγμές συγκίνησης. Ένοιωσα ότι καλούσε τους Έλληνες σε έναν εθνικό αναστοχασμό, που δεν είμαι σίγουρος ότι τον μπορούν, μέσα από έναν πατριωτικό αυτοσαρκασμό, που αμφιβάλλω αν τον διαθέτουν.
Στα σκοτεινά πορευόμαστε, στα σκοτεινά, ένοιωσα κάποια στιγμή να σκέφτομαι και ειδικά όταν η κυρά της Ρω (Έρση Μαλικένζου) μονολογούσε, ποιος θα βρεθει μετά απο αυτήν να σηκώνει κάθε μέρα την ελληνική σημαία στο ακριτικό νησί, τη σημαία που ήταν η έγνοια της για 62 χρόνια, μέχρι που πέθανε. Ποιός αλήθεια;
Και που θα οδηγήσει άραγες ο σύγχρονος διχασμός σε «μνήμονες» και «αμνήμονες»; Μόνο στην επιστροφή στη δραχμή; Αν ήταν μόνο αυτό έπρεπε κιόλας να ‘χουμε γυρίσει. Πολύ φοβάμαι όμως ότι αν συνεχίσουμε να βαδίζουμε το δρόμο της αμεριμνησίας -επειδή πιστεύουμε πως η Ελλάδα, ό,τι και να γίνει, ποτέ δεν πεθαίνει- μετά από κάποια χρόνια ο ηθοποιός που, στη θέση του Δημ. Μαυρόπουλου, θα παριστάνει τον Γέρο του Μοριά θα ‘χει να ιστορήσει με πολύ πιο πικρά λόγια για το γένος των (νεο)ελλήνων. Η Ελλάδα όντως ποτέ δεν πεθαίνει, όμως οι Έλληνες, σήμερα, αρχίζουν πάλι και πεθαίνουν ή αυτοκτονούν λόγω της κρίσης και της επελαύνουσας φτώχειας και εξαθλίωσης.
Δυστυχώς, ο χρόνος μόνο με τον χρόνο κατακτιέται. Ο παρελθών χρόνος και ο μέλλων χρόνος επιτρέπουν λίγη μόνον επίγνωση. Δεν ξέρω αν η παράσταση του φίλου μου του Μπάλα το καταφέρνει αυτό, σίγουρα όμως το προσπαθεί και γι’ αυτό αξίζει να την δείτε…


Φελνίκος, κατά κόσμον Νίκος Φελέκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: