15.9.12

Ντελίριουμ...


Τι γράφουν οι αποδημητικές τσίχλες της τρόικας για το ελληνικό Μπράουνσβιλ...

Τον Ντέϊβιντ Σεντάρις τον ανακάλυψα πριν 5 ή 6 χρόνια. Είχε τότε κυκλοφορήσει, από τις εκδόσεις «Μελάνι», και σε μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά, το βιβλίο του με τίτλο «Εγκώ μιλήσει καλά κάποια μέρα».

Το αγόρασα περισσότερο από περιέργεια γιατί ήθελα να...

δω πως βίωνε την ελληνική του ρίζα (Έλληνας γαρ ο πατέρας του) ο Αμερικανός, θεατρικός κατά βάσιν, συγγραφέας. Το χιούμορ του είναι ιδιαίτερο και μου άρεσε.

Εχθές, εκεί που διάβαζα το «Ντελίριουμ» -ένα άλλο βιβλίο του Σεντάρις, ένα βιβλίο που η κριτική το χαρακτήρισε «σαν ένα ραντεβού στα τυφλά με την σύγχρονη πραγματικότητα»- θυμήθηκα ότι πριν περίπου ενάμιση χρόνο είχα αγοράσει και ένα άλλο δικό του βιβλίο, το «σκίουρος ζητεί βερβερίτσα». Είναι κριτική της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα από ιστορίες με ζώα. Κάτι σαν σύγχρονος Αίσωπος ή Λαφονταίν.

Σκέφτηκα μήπως έχει κάτι που να ταιριάζει στη σχέση τροϊκανών και Ελλήνων. Ήθελα να δώσω συνέχεια στο χθεσινό άρθρο. Εχθές, προσπάθησα να την αποδώσω μέσα από στίχους «αφανών» Ελλήνων ποιητών της δεκαετίας του 1970. Σήμερα είπα να το κάνω μέσα από την παράδοξη και ειρωνική ματιά ενός διάσημου Έλληνα, δεύτερης όμως γενιάς.

Και οι στίχοι των μεν και η ιστορία του Σεντάρις έχουν μια απόσταση από την σημερινή …αιμομικτική σχέση Ελλάδας και Ευρώπης -μην ξεχνάτε ότι η Ευρώπη είναι ελληνική μυθική κόρη. Αυτό ήθελα. Να (περι)γράψω την ολέθρια, όπως εξελίσσεται, μνημονιακή σχέση μέσα από τα κείμενα ανθρώπων που την αγνοούν, αλλά που σε μας αναδεύουν αισθήματα ομοιότητας και ταύτισης.

Έψαξα στη βιβλιοθήκη και το βρήκα. Και ανακάλυψα ότι η ιστορία με τις «αποδημητικές τσίχλες» μπορεί να μην ταιριάζει γάντι, όπως χθες η «διάγνωση» της Έλενας Στριγγάρη, αλλά σε πολλά σημεία θα αναγνωρίσουμε τους εαυτούς μας, όπως μας αντιμετωπίζουν και μας περιγράφουν στις εκθέσεις τους οι εκπρόσωποι της τρόικας…

Η κίτρινη τσίχλα ισχυριζόταν συχνά ότι ήταν μια χαρά μέχρι να φτάσει στο Μπράουνσβιλ. «Εκεί – μπαμ!» έλεγε στους φίλους της. «Δεν ξέρω αν φταίει ο αέρας ή κάτι άλλο, αλλά όποτε περνάμε αποκεί κατά την αποδημία μας, πρέπει να σταματήσω και να ξεράσω τ’ άντερά μου». «Όντως, αυτό κάνει» γελούσε πνιχτά ο άντρας της. «Χρειάζομαι μόνο κάνα δυο ώρες ξεκούρασης, αλλά δεν είναι παράξενο; Ούτε στο Ολμίτο ούτε στο Μπέιβιου ή στο Ίντιαν Λέικ, αλλά στο Μπράουνσβιλ. Κάθε φορά στο Μπράουνσβιλ».

Τα πουλιά στα οποία μιλούσε προσπαθούσαν να δείξουν συμπόνια ή, τουλάχιστον, ενδιαφέρον. «Χμμμμμ» έλεγαν ή «Μπράουνβιλ, νομίζω έχω έναν ξάδελφο εκεί». Από το νοτιότερο άκρο του Τέξας, το ζευγάρι πετούσε πάνω από το Μεξικό και στη συνέχεια στην Κεντρική Αμερική. «Η οικογένειά μου ξεχειμωνιάζει στη Γουατεμάλα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου» εξηγούσε η τσίχλα. «Κάθε χρόνο σαν ρολόι, καταφτάνουμε κατά χιλιάδες – αλλά νομίζετε ότι έστω και ένα από αυτά τα ισπανόφωνα πουλιά έχει μπει στον κόπο να μάθει τη γλώσσα μας; Ούτε κατά διάνοια!». «Είναι πράγματι φρικτό» έλεγε ο άντρας της. «Ε, και αστείο επίσης» επέμεινε η γυναίκα του. «Φρικτό και αστείο. Όπως μια φορά που ρώτησα ένα μικρό πουλί της Γουατεμάλας, του είπα, Don day est tass las gran days mose cass de cab eyza;»

Σε αυτό το σημείο οι ακροατές της έγερναν στο πλάι το κεφάλι, μπερδεμένοι και άκρως εντυπωσιασμένοι. Περίμενε, θες να πεις ότι μιλάς αυτή τη γλώσσα;». «Ω, έχω αρπάξει απλώς λίγες λέξεις» έλεγε η τσίχλα μ’ αυτό τον ανέμελο τρόπο της. «Δηλαδή, σοβαρά τώρα, μήπως έχω και επιλογή; Αλλά μάλλον μαθαίνω γρήγορα. Τουλάχιστον έτσι μου λένε όλοι». «Είναι καταπληκτική στις γλώσσες» περηφανευόταν ο άντρας της και η γυναίκα του ύψωσε το φτερό της σε ένδειξη διαμαρτυρίας: «Εντάξει όχι πάντα. Σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση, για παράδειγμα, εγώ νόμιζα πως είχα ρωτήσει που βρίσκονταν οι μεγάλες αλογόμυγες. Μια λογική ερώτηση, μόνο που αντί για cob ayo, που είναι το “άλογο”, είπα cab eyza. Οπότε αυτό που τελικά ρωτούσα ήταν “που είναι όλες αυτές οι μεγάλες κεφαλόμυγες;” »

Πιστεύοντας πως αυτό ήταν το τέλος της ιστορίας, οι ακροατές της γελούσαν ευγενικά. «Κεφαλόμυγες, τι πλάκα!». Αλλά όχι, «περιμένετε» έλεγε η τσίχλα. «Οπότε αυτό το πουλί από τη Γουατεμάλα μου κάνει νόημα να το ακολουθήσω μέσα στο δάσος. Το ακολουθώ και ξαφνικά σε ένα χωράφι βλέπω καμιά τρακοσαριά κεφάλια που σαπίζουν στον απογευματινό ήλιο. Τα καθένα με καμιά πενηνταριά μύγες επάνω του. Και εννοώ τεράστιες, σαν καρύδια, όλες τους». «Ω Θεέ μου» έλεγαν οι ακροατές. «Κεφάλια που σαπίζουν με μύγες πάνω τους;» «Ω, δεν ήταν κεφάλια πουλιών» τους καθησύχαζε η τσίχλα. «Αυτά τα κεφάλια ανήκαν σε ανθρώπους, κάποτε τουλάχιστον, η σάρκα να κρέμεται, τα μαλλιά ανακατεμένα με διάφορα κομμάτια γλίτσας κολλημένα πάνω τους. Δεν ξέρω τι έκαναν με τα σώματα, ίσως να τα έκαψαν, Και μετά χρησιμοποίησαν τα κεφάλια για να φτιάξουν έναν τοίχο».

«Στην πραγματικότητα, έμοιαζε περισσότερο με πάγκο» έλεγε ο άντρας της. Και βέβαια ήταν τοίχος, αλλά τι να κάνεις, να ζητήσεις απ’ όλους να κλείσουν τα αφτιά τους όσο εσύ και ο γελοίος σου σύντροφος -κάποιος που έχει δει πάγκο μόνο σε φωτογραφίες- ουρλιάζετε ο ένας στον άλλο για μισή ώρα; Όχι. Ήταν καλύτερα να το αφήσει να περάσει. «Βλέπουμε λοιπόν αυτό τον τοίχο, τον πάγκο τέλος πάντων, με ανθρώπινα κεφάλια, και ήθελα να πω ‘αυτό το μέρος μυρίζει σαν διάολος, αλλά αυτό που τελικά είπα ήταν…» Και σε αυτό το σημείο, ξελιγωμένη στα γέλια πέρασε τη σκυτάλη στον άνδρα της. «Αυτό τελικά που είπε σε αυτό το πουλί από τη Γουατεμάλα ήταν “ο διάολος με μυρίζει στο μέρος μου”, Μπορείτε να το πιστέψτε; Η σύντροφός μου Κυρίες και Κύριοι ή, όπως την αποκαλούμε στη νότια πλευρά των συνόρων, “Το σέξι βρομιλάκι του σατανά!”».

Οι ακροατές άρχισαν να γελούν και οι τσίχλες, άντρας και γυναίκα, απολάμβαναν την αίσθηση του να έχεις οδηγήσει ένα ακροατήριο ακριβώς εκεί που το θέλεις. Έτσι αποζημιώνονταν που περνούσαν τρεις μήνες το χρόνο σε μια υποβαθμισμένη χώρα. Και όταν το φως έπεφτε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, όταν το γέλιο φούσκωνε και γινόταν ένα με το αρμονικό τραγούδι, σχεδόν ισοφάριζαν όλες τις κακουχίες – τις γαστρεντερίτιδες, για παράδειγμα, ή τις φορές που, αντί να σε φέρνει πιο κοντά στο ταίρι σου, η διαφορετικότητα ενός άλλου πολιτισμού σε έκανε μόνο να νοιώθεις πιο διαφορετικός, πιο απαίσιος και μόνος.

Πίσω στο στοιχείο τους, οι τσίχλες ήταν σαν μια καλολαδωμένη μηχανή. «Θέλετε να ακούσετε αστεία, προσπαθήστε να βρείτε δουλειά εκεί πέρα», έλεγε ο άντρας, ανοίγοντας την πόρτα για τις ξεκαρδιστικές ιστορίες τους σχετικά με τους τεμπέληδες ιθαγενείς, πόσο άτσαλοι ήταν, πόσο οπισθοδρομικοί και προληπτικοί. Και βέβαια όλα αυτά προκαλούσαν την ερώτηση «Μα γιατί πηγαίνετε; Γιατί να μην ξεχειμωνιάζετε στη Φλόριδα όπως όλος ο κόσμος;» Οι τσίχλες εξηγούσαν τότε ότι παρά την αναποτελεσματικότητα, παρά τα γλωσσικά εμπόδια και τα κομμένα κεφάλια, η Κεντρική Αμερική ήταν, με τον τρόπο της, όμορφη. «Και φτηνή» προσέθεταν. «Φτηνή, φτηνή, φτηνή».


Φελνίκος

Δεν υπάρχουν σχόλια: