18.9.12

Κύριοι της κυβέρνησης, καλύτερα ένας δράκοντας, παρά το δόντι της οχιάς...




«Δεν είναι η σάρκα, αλλά η ψυχή. Πατέρα που εκουράστη»...
Εχθές βράδυ ο ύπνος μου ήταν ταραγμένος. Στην αρχή με ξύπνησε τούτο το όνειρο: Υπαίθριο εστιατόριο, τέρμα Πατησίων. Νύχτα, γαλατερός φωτισμός. Καθισμένοι μ’ έναν φίλο που δεν μπορώ να προσδιορίσω. Τρώγαμε και... ήξερα, πολύ καθαρά, ότι στο τέλος του φαγητού θα τον σκότωνα ή εκείνος θα με σκότωνε.

Το ήξερε κι αυτός χωρίς να λέει τίποτε. Ήτανε σαν κάτι συμφωνημένο και χωνεμένο από καιρό. Κουβεντιάζαμε πολύ ήρεμα για συνηθισμένα πράγματα, καθώς το γκαρσόνι άλλαζε τα πιάτα μ’ ένα ρυθμό που τον αισθανόμουν αδυσώπητο. Τινάχτηκα από το κρεβάτι τη στιγμή που ακούμπησε τα φρούτα -ένα γυαλιστερό πιάτο με φρούτα και τριμμένο πάγο- πάνω στο τραπέζι.

Ήταν ο Σεφέρης, με τις έξι νύχτες του στην Ακρόπολη, ο πρώτος μου εφιάλτης. Αυτός με ξύπνησε, για να μου θυμίσει πως «γράφω για να αναβάλω μιαν ομολογία° σαν την αναστολή μιας ποινής». Όση ώρα έμεινα ξύπνιος έσπαγα το κεφάλι μου να βρω ποιά ομολογία ήθελα να αναβάλω. Προσπάθησα, προσπάθησα, τίποτε. Μπορεί να ‘χω πολλά κρίματα, αλλά δεν έβρισκα κάποιο, τόσο εξόχως σοβαρό, ώστε να γράφω όπως ανοίγω τις φλέβες μου και να θέλω να αναβάλω την ομολογία του. Μέχρι που μάτωσε η σκέψη μου και ξανακοιμήθηκα. Ξαφνικά σκούντησε το μυαλό μου ο Χατζιδάκις. Ήταν, αυτός που τώρα με ξύπνησε. Για να μου πει ότι η ομολογία που θέλω να αναβάλω είναι ότι …φοβήθηκα τη μνήμη. Και τη σκότωσα. Όμως εκείνη έζησε. Τραυματισμένη. Δύσμορφη. Τυραννική. Και μου θυμίζει επίμονα. Κάθε φορά που γράφω. Πως είμ’ εγώ. Κι όχι ένας άλλος.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι, πήγα στην κουζίνα, πήρα ένα ποτήρι νερό και κάθισα στο γραφείο. Τα γυμνάσματα του Μάνου στον ύπνο και το μυαλό μου με τη Μνήμη με είχαν ξαγρυπνήσει για τα καλά. Το μάτι μου έπεσε στις εφημερίδες. «Που το πάει η τρόικα» έγραφε η μια, «Όλα για το ‘ναι’ της τρόικας» η άλλη, «Φεύγει το ΔΝΤ» η τρίτη, «Να ξαναχτίσουμε την Ελλάδα» η τέταρτη, «Οι Γερμανοί θα ελέγχουν τις καταθέσεις των Ελλήνων» η πέμπτη και ούτω καθ’ εξής. Όλες, μα όλες για το μνημόνιο, τα μέτρα, τα δάνεια της τρόικας. Δύο χρόνια τα ίδια. Ο ίδιος εφιάλτης. Η ίδια μελαγχολία. Το μαύρο σκέπασε τη χώρα μου κι έβαψε την ψυχή των ανθρώπων της. Ακόμη και το μεδούλι των αγέννητων παιδιών της νότισε.

Πίστεψα πως βρήκα την ερμηνεία των ονείρων. Και του Σεφέρη και του Χατζηδάκι. Ο άνθρωπος που καθόνταν απέναντί μου στο εστιατόριο, αυτός που, μόλις τελειώναμε το φαγητό, θα τον σκότωνα ή θα με σκότωνε, ήταν η τρόικα. Αυτό ήταν το μυστικό που ξέραμε κι οι δυο μας. Αυτή ήταν η μνήμη που (επειδή φοβήθηκα) είχα σκοτώσει, αλλά αυτή έζησε. Δύσμορφη και τυραννική. Αυτή είναι που, σχεδόν τρία χρόνια τώρα, μας έριξε στα δίχτυα του Μιλτιάδη Μαλακάση και μας (υπεν)θυμίζει πως «ζήσαμε πειότερον απ’ ότι μας άξιζεν, εγώ και συ, διαλογισμέ καταραμένε».

Και ενώ σκεφτόμουν όλα αυτά τα βλέφαρά μου βάρυναν κι αποκοιμήθηκα στο γραφείο. Ώσπου μια άγρια άμα και σπαρακτική κραυγή μου τρύπησε τον εγκέφαλο. Δεν ξέρω αν ήταν στον ύπνο μου ή τον είδα κιόλας, όρκο δεν παίρνω, ήταν ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης που μου ‘λεγε: «Καλύτερα ένας δράκοντας μεμιάς να με ρουφήξει παρά το δόντι της οχιάς τη φλέβα μου να σχίζει και θάνατο κάθε στιγμή σκληρά να με ποτίζει». Τινάχτηκα όρθιος. Αλαφιασμένος και καταϊδρωμένος. Άνοιξα το κομπιούτερ, και έψαξα να δω αν ήταν όντως αυτός. Έγραψα τη φράση. Και όντως ήταν. Ήταν ο «Φωτεινός». Και ο προηγούμενος στίχος έγραφε: «Ας φύγει εδώθ’ η φράγκικη κατελωμένη λίμα, κι αν είν’ γραμμένο να χαθώ, καλύτερο το κύμα, παρά θολή νεροσυρμή, Χτενά μου, να με πνίξει».

Αυτή η θολή νεροσυρμή, αυτό το δόντι της οχιάς είναι, που μια μέρα -όσο δεν τελειώνει το τροϊκανό μαρτύριο- θα κάνει το γιό μου, κοιτάζοντάς με στα μάτια, να μου πει: «Δεν είναι η σάρκα, αλλά η ψυχή. Πατέρα που εκουράστη». Και το ίδιο θα κάνουν όλα τα ελληνόπουλα. Και τότε -κύριε Σαμαρά, κύριε Βενιζέλο, κύριε Κουβέλη και λοιποί, μεταξύ των οποίων και εγώ, ελπίζοντες- στο εστιατόριο της Πατησίων ένας από τους δύο θα (πρέπει να) σκοτωθεί. Εκτός κι αν το γκαρσόνι, πάρει εντολή από τη διεύθυνση του εστιατορίου και, μετά τα φρούτα με τον τριμμένο πάγο, μας προσφέρει δωρεάν γλυκό του κουταλιού.

Δυστυχώς, και για μας και για την τρόικα, «είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας», που θα ‘λεγε κι ο Εμπειρίκος. Εντός του μέλλοντος, και εντός της σιωπής του κρημνιζόμενου πόνου, κατοχυρώνοντες ψευδαισθήσεις, πιστοποιούντες ενδιάμεσες προκλητικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς να νοηθεί το νόημα της πάλης. Και το νόημα της πάλης -για τη δημοοσιονομική προσαρμογή, τη μείωση του χρέους και των ελλειμμάτων όπως διεξάγεται- δεν είναι ακατανόητο μόνο σε μας, τους «κωλοέλληνες», αλλά και στους άλλους φτωχοδιάβολους του Νότου της Ευρώπης όπου έχουν στηθεί τα κρεματόρια της λιτότητας.

Θα δανειστώ τα λόγια λοιπόν ενός Πορτογάλου για να κλείσω. Και ελπίζω ο Φερνάντο Πεσσόα να με συγχωρήσει που θα βάλω τη Σοφία, στη θέση της δικής του Λυδίας. Μέρα που ‘ναι να το αφιερώσω κιόλας. Αντί για δώρο …Σοφία, όταν έρθει το Φθινόπωρο,/Με το χειμώνα που φέρνει μαζί του, μια σκέψη/Ας φυλάξουμε./Όχι για την επόμενη άνοιξη/Που ‘ναι για τους άλλους/Ούτε για το καλοκαίρι/Που για μας έχει πεθάνει,/Αλλά γι’ αυτό που μένει απ’ αυτό που πέρασε:/Το κίτρινο που έχουν τα φύλλα τώρα/Και τόσο διαφορετικά τα δείχνει.

Και πράγματι, αυτό το κίτρινο δεν τα δείχνει απλώς τόσο διαφορετικά. Είναι κιόλας. Και έχει απλωθεί πάνω από τη χώρα. Τη δική μας. Και όλες τις άλλες. Αυτές που ειρωνικά αποκαλούν PIGS. Και σε λίγο θα πλανάται, ως το νέο φάντασμα, πάνω από ολόκληρη την Ευρώπη. Και δεν θα ‘ναι, το κίτρινο, μόνον από τα φύλλα. Θα ‘ναι από τον οικονομικό, κοινωνικό, αλλά και πολιτικό ίκτερο που έχει πλήξει την Γηραιά Ήπειρο…

Φελνίκος

Δεν υπάρχουν σχόλια: