24.11.12

«Πέρασα δια Πειραιώς (Θρύλε λαέ) και σιδήρου»...


Διονύσης Χαριτόπουλος: "Ο Πειραιάς με τον Ολυμπιακό έντυσε την Ελλάδα στα κόκκινα και της έμαθε το ρεμπέτικο από το οποίο προήλθε το λαϊκό τραγούδι"...
«Αγρια ράτσα, σκληρή και ανελέητη, και πρώτα με τον εαυτό της. Δεν ξέρεις τι να τους σεβαστείς και τι να τους μισήσεις».
Ετσι περιγράφει ο Διονύσης Χαριτόπουλος τους ανθρώπους στα Μανιάτικα του Πειραιά, στη γειτονιά όπου μεγάλωσε και... που τον σφράγισε, στο τελευταίο του βιβλίο «Εκ Πειραιώς».



Γράφει κι άλλα, πολλά και ενδιαφέροντα: για το μεγάλο λιμάνι και τη ζωή του, την Τρούμπα, το ρεμπέτικο, τις γυναίκες. Τον συναντήσαμε στην Αθήνα, λίγο πριν φύγει για το Μικρό Χωριό της Ευρυτανίας όπου ζει σχεδόν μόνιμα, και μιλήσαμε μαζί του για όσα… προλάβαμε. Οχι και λίγα…



- Πώς «δραπετεύσατε» από το γκέτο των Μανιάτικων;




«Οταν άλλαξα περιβάλλον, όταν έφευγα από τη γειτονιά για να πάω σ” ένα πολύ καλό σχολείο στο Πασαλιμάνι, συνειδητοποίησα ότι υπάρχει κι ένας κόσμος διαφορετικός. Οτι δεν είναι όλα προς θάνατο. Οτι οι διαφορές δεν λύνονται με τα μαχαιρώματα. Για καιρό πάταγα σε δυο βάρκες. Ενιωθα ότι έπρεπε να εφεύρω άλλα όπλα επιβίωσης. Και ισορρόπησα».



- Με ποιον τρόπο;



«Το δικό μου υλικό διαμόρφωσης ήταν βιωματικό. Το θέμα είναι πώς το διαχειρίζεσαι μετά, όταν ανακαλύπτεις την ανάγκη της επιβίωσης. Εγώ ήμουν εντελώς στο δρόμο. Εκεί που μπορείς να χαθείς άνετα.



Δεν έγινε, κι αυτό οφείλεται κυρίως στην τύχη, στις συμπτώσεις, στις δεξιότητες που ενδεχομένως είχα αναπτύξει, ίσως και στο καλό γονίδιο. Δυο-τρεις φορές παραλίγο να βρεθώ απ” την άλλη μεριά. Ή γίνεσαι αστρίτης ή χάνεσαι. Στην πορεία βέβαια χρειάστηκε να πετάξω πολλά αγκάθια».



- Δηλαδή;



«Αν διαφωνούσε κάποιος μαζί μου -άντρας εννοώ- η πρώτη σκέψη ήταν να τον δείρω. Εμαθα σιγά σιγά να συζητάω, να καταλαβαίνω ότι υπάρχει διαφορετική άποψη, ότι ο άλλος έχει δικαίωμα να πιστεύει ό,τι θέλει. Συγχρόνως έφερα τη σκευή του βιώματος. Κυκλοφορούσα σαν οπλισμένος ανάμεσα σε άοπλους χωρίς να το δείχνω.



Τι να μου πουν, τι να με φοβίσει μετά τη ζωή στα Μανιάτικα; Οταν βγήκα από κει δεν υπήρχε τίποτα που να νομίζω ότι δεν μπορώ να το κάνω. Ανθυπολοχαγός στον στρατό, πέρασα ένα σχολείο ανορθοδόξου πολέμου στη Ρεντίνα που είχε μότο: όποιος τα καταφέρει, δεν θα φοβάται τίποτα. Εγώ όμως είχα ήδη περάσει διά Πειραιώς και σιδήρου»…



Ολυμπιακός, η ομάδα των φτωχών




- Και ο Ολυμπιακός;




«Το καμάρι, το νταηλίκι του Πειραιά. Πολλοί συγκρίνουν τον Πειραιά με τη Νάπολη και τη Μασσαλία. Λάθος. Ο Πειραιάς είχε κάτι που δεν είχαν αυτά τα δυο λιμάνια: τεράστιο προλεταριάτο. Ηταν μια πόλη εποίκων, όπου άνθησε η βιομηχανία, τα εργοστάσια.



Ολοι από κάπου ήρθαν πέριξ του λιμανιού, για να επιζήσουν. Πρώτα οι Υδραίοι, οι Χιώτες, οι Μανιάτες, οι Κρητικοί, μετά όλοι οι νησιώτες και τελευταίοι οι πρόσφυγες. Ο Πειραιάς συγκρίνεται με Μάντσεστερ και Λίβερπουλ μαζί, για δύο λόγους: έδωσαν τους Κόκκινους Διάβολους και τους Μπιτλς.



Ο Πειραιάς με τον Ολυμπιακό έντυσε την Ελλάδα στα κόκκινα και της έμαθε το ρεμπέτικο από το οποίο προήλθε το λαϊκό τραγούδι. Μια τοπική ομάδα απέκτησε κινηματικό χαρακτήρα κι απλώθηκε παντού: Ξεφύτρωσαν Ολυμπιακός Βόλου, Λουτρακίου, Χαλκίδος κ.λπ. Ναι, είναι η ομάδα των φτωχών».



- Ακόμα και σήμερα;



«Φυσικά. Τι είναι δηλαδή; Η ομάδα των γιάπηδων; Βέβαια στο γήπεδο υπάρχει μια εξέδρα όπου μερικοί τέτοιοι θέλουν να νιώθουν μάγκες, αυτοί που χορεύουν ζεϊμπέκικο σαν να πατούν σταφύλια. Στα ματς του Ολυμπιακού έρχονται με αγροτικά αυτοκίνητα απ” όλη την επαρχία. Ο Ολυμπιακός δεν είναι πια θέμα του Πειραιά αλλά όλης της Ελλάδας και κυρίως των φτωχών».



- Πηγαίνετε καθόλου στην παλιά γειτονιά;



«Οταν δεν είμαι στο βουνό, κάτι νύχτες πολύ αργά, παίρνω το αυτοκίνητο και περνάω από τις παλιές γειτονιές για να πάρω μια μυρωδιά από τα νιάτα μου, τον κόσμο μου. Παράγκες και χαμόσπιτα έγιναν πολυκατοικίες, οι χωματόδρομοι έχουν ασφαλτοστρωθεί.



Αλλά όπου κι αν πάω, τον Πειραιά νοσταλγώ. Εκεί μεγάλωσα. Από τον Μάρτη κάναμε κοπάνες για μπάνιο στη Φρεαττύδα, την Καστέλα, στου Παρασκευά. Κατέβαιναν οι καθηγητές να μας μαζέψουν».



- Ο σημερινός Μανιάτης έλκει κάτι από το παραδοσιακό… κλέος;



«Εξαρτάται πόσο κοντά είναι στις ρίζες του. Στα φρονήματα πάντα είχαν μια πετριά ότι είναι απόγονοι του βυζαντινού θρόνου. Ο Καρατζαφέρης για τους Μανιάτες είναι κομμουνιστής… Σίγουρα όμως τα πάντα γι” αυτούς αποτελούν θέμα αξιοπρέπειας».



- Τι ανάγκες έχετε τώρα;



«Μόνο για ηρεμία και μάλιστα εδώ και χρόνια. Με κάποιον τρόπο αυτά που ήθελα τα έκανα πολύ νωρίς, μέχρι τα σαράντα μου. Θυμάμαι σ” ένα συμβούλιο μάρκετινγκ βρέθηκαν συμπτωματικά κάμποσοι απόφοιτοι της Σχολής Μωραΐτη κι έκαναν χαρές μεγάλες. Κάποια στιγμή με ρωτούν: «Κι εσείς, κ. Χαριτόπουλε, από του Μωραΐτη;». «Ναι» λέω, «από το νυχτερινό»… Αρχισαν να αναρωτιούνται αν είχε νυχτερινό ο Μωραΐτης…



Δεν υποδύθηκα ποτέ κάτι που δεν ήμουν. Ο Πειραιάς με βοήθησε να μην αφομοιωθώ. Χόρτασε το μάτι μου, έφυγε πια κι αυτή η αφροδισιακή λύσσα μου με τις γυναίκες… Κι επίτρεψέ μου, κάποτε συνειδητοποιείς ότι με όσες κι αν βγεις είναι σαν να πρόκειται για την εξής μία… Αγάπησα τις γυναίκες, παρά τις αηδίες που ακούω κατά καιρούς».



- Δηλαδή;



«Δεν έχω απλώσει χέρι σε γυναίκα, ούτε καν έχω βρίσει. Αν μου βάλει τις φωνές, δεν θ” απαντήσω. Ενας άντρας να βρίζει μια γυναίκα; Ντροπή. Δεν ένιωσα ποτέ ζήλια και μίσος για κανέναν. Γι” αυτό δεν απαντώ σε όσους με βρίζουν σε εφημερίδες και περιοδικά».



-Τι σας προσάπτουν;



«Οτι είμαι αριστερός πατριώτης, ότι ψέλνω κάθε Κυριακή στην εκκλησία, εγώ που δεν περνάω ούτε απέξω. Είχα εναντιωθεί τότε στο θέμα των ταυτοτήτων. Ελεγα να κάνουμε δημοψήφισμα από τσαντίλα προς τον Σημίτη… Και με έβγαλαν περίπου Χριστοδουλικό. Τα περί θεού, μου φαίνονται αλλόκοτα, το θέμα ουδέποτε με απασχόλησε».



Η αριστερά πληρώνει τα λάθη της



- Τι σας απασχολεί;



«Με απασχολεί η χώρα. Είναι ντροπή για τον καθένα μας ξεχωριστά η ύπαρξη της Χρυσής Αυγής. Αυτοί οι ανόητοι κοσμοπολιτισμοί και διεθνισμοί της Αριστεράς αλλά και των εκσυγχρονιστών, η προσπάθεια να μην αναφέρεται καν η λέξη πατρίδα λες και είναι βωμολοχία, άφησαν χώρο για να εισβάλουν οι μεταπράτες που ξεφτιλίζουν την έννοια της πατρίδας, που για τον άνθρωπο είναι οντολογικής σημασίας.



Εξοβελίστηκε η αναφορά τού πού ανήκεις, του να μην είσαι ένα τυχαίο άτομο στον χώρο και στον χρόνο. Πατρίδα είναι εκεί που είναι θαμμένοι οι γονείς σου, εκεί που θα ζήσουν τα παιδιά σου. Διεθνισμός είναι να υπάρχουν έθνη, όχι να καταργηθούν. Αυτά λέω και με λένε αριστερό πατριώτη».



- Βλέπετε εκλογές;



«Θα ήταν ολέθριο. Το είπε ο Τσίπρας. Μα ο άνθρωπος είναι μπελκάντο, δεν μπορεί να το λέει σοβαρά. Η Αριστερά επιδίδεται σε αμερικανιές. Αλλά και το ΚΚΕ έχει κάνει τεράστια λάθη. Αν υπάρχει ως κόμμα το οφείλει στον πατριωτικό αγώνα της αντίστασης, τον οποίο υποβαθμίζει.



Εκεί είναι τα πραγματικά του εικονίσματα, κι όχι αυτά που έχει αναρτημένα. Θέλω μια κοινωνία μαρξιστική, που θα σέβεται όχι μόνο το σύνολο αλλά και το άτομο. Η ζωή ενός ανθρώπου είναι πολυτιμότερη από οποιαδήποτε ιδεολογία».



- Και πρακτικά, σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, πώς συνταιριάζεται ισότιμα το σύνολο και ο άνθρωπος;



«Δεν ξέρω. Ξέρω όμως πως όταν το ΚΚΕ έλεγε «ό,τι είναι καλό για το κόμμα είναι καλό για το λαό» ο Βελουχιώτης απαντούσε: «O,τι είναι καλό για το λαό είναι καλό για το κόμμα» και τους τρέλαινε. Δεν σκέφτηκαν τον άνθρωπο. Εξόντωσαν τους δικούς τους, επειδή διαφωνούσαν, με τρόπο απαράδεκτο».



- Μήπως εξετάζουμε εκείνη την εποχή με τον ορθολογισμό τού σήμερα; Τότε η καχυποψία ήταν σχεδόν υποχρέωση. Οταν κυκλοφορούσαν δύο Ριζοσπάστες, ένας του κόμματος κι ένας της Ασφάλειας μπερδεύοντας τον κόσμο της Αριστεράς ώστε να μην ξέρει ποιος είναι ο αληθινός, πώς να μη δημιουργηθεί κλίμα καχυποψίας επί δικαίους και αδίκους;



«Αυτό είναι σωστό. Αλλά μπορούσαν να κάνουν κάτι. Ο Καραγιώργης, ο Αρης και άλλοι, είχαν προτείνει στο κόμμα ν” αφήσει τον κόσμο να υπογράψει δηλώσεις μετανοίας. Να βγουν έξω, να συνεχίσουν. Ούτε να το ακούσει η ηγεσία.



Κι άφησε τους ανθρώπους του στο έλεος των φασιστών, να τους περάσουν από τη μηχανή του κιμά. Τον άνθρωπό σου τον προσέχεις σαν τα μάτια σου. Ο Χατζής, ο γραμματέας του ΕΑΜ, έλεγε «περισσότερο φοβόμαστε την καθοδήγηση παρά τον ταξικό εχθρό»»…



Να πεθάνω χωρίς βραβείο


- Τι γνώμη έχετε για τα λογοτεχνικά βραβεία;




«Ελπίζω να πεθάνω χωρίς βραβείο. Ποιος να με βραβεύσει; Και μόνο να δεις τις επιτροπές… Αν μου πουν έναν καλό λόγο πέντε-έξι άνθρωποι που εκτιμώ, νιώθω ότι βραβεύομαι. Οπως ο Κ. Γεωργουσόπουλος, που εγώ τον θεωρώ δάσκαλο του γένους».



- Δεν έχει τύχει να σας απογοητεύσουν άνθρωποι που θαυμάσατε στο παρελθόν;




«Ο Γκέτε έχει απαντήσει σ” αυτό και με αντιπροσωπεύει απολύτως: «για τους χαρισματικούς, για τους προικισμένους, όχι κριτική αλλά αγάπη». Εμένα ο Σαββόπουλος, ο Αγγελόπουλος, ως καλλιτέχνες και όχι ως άνθρωποι, μου έχουν κάνει δώρα.



Εκτός από τους πολιτικούς δεν έχω πει κακό για κανέναν. Αν δεν μου αρέσει το βιβλίο ενός συγγραφέα, μπορεί να με εκπλήξει το επόμενο. Δεν συμφωνώ με τον Γ. Πρετεντέρη σε τίποτα. Αλλά πώς να πω ότι δεν είναι καλός γραφιάς; Του κοπανούν ότι πέταξε στο γήπεδο του μπάσκετ ένα μπουκάλι. Μέχρι πότε;



Μας αρέσει να μιλάμε για ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε. «Τον ξέρω τον Χαριτόπουλο. Ψέλνει στις εκκλησίες, δέρνει γυναίκες»… Ο μπακαλάκος της γωνίας μέσα από κάτι τέτοια αποκτά μια ζωή, πλαστή έστω, αλλά κάτι του δίνει. Τι να τον κάνεις; Ας λέει».



- Πώς βιώνετε τα απότοκα της κρίσης;




«Προσωπικά δεν παθαίνω κατάθλιψη. Δεν έφαγα την περιουσία του μπαμπά μου. Δεν πρόκειται για κρίση αλλά για κατάσταση που τείνει να μονιμοποιηθεί. Το 2009 έλεγα ότι είμαστε πειραματόζωα μιας αλλαγής επιπέδου ζωής σ” όλη την Ευρώπη. Ηρθε ο καιρός τα προνόμια που απολάμβαναν οι Ευρωπαίοι να τα επιστρέψουν.



Αν ελπίζω σε κάτι είναι στην αντίσταση από λαούς μεγάλων χωρών. Κι εμείς στον κόσμο μας. Θυμάμαι τι είπε ο αρχισυντάκτη των «Νιου Γιορκ Τάιμς» στο αποχαιρετιστήριο πάρτι του φεύγοντας από την εφημερίδα: «Οποιος πιστεύει ότι αυτά που διαβάζει είναι αλήθεια είναι βαθιά νυχτωμένος.



Αν γράφαμε την αλήθεια δεν θα είχαμε δουλειά». Ούτε η Μέρκελ δεν ξέρει τι θα γίνει στην Ευρώπη. Δεν καταλαβαίνω πώς βγαίνουν δημοσιογράφοι και οικονομολόγοι λέγοντας ανοησίες. Για τους πρώτους εντάξει, είναι his master voice».



- Και μεις, η «Εφημερίδα των Συντακτών» χωρίς αφεντικό, πώς σας φαίνεται;

«Λοιπόν, αυτή η κολεκτίβα που φτιάξατε δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει. Αν κρατήσει όμως, θα σου κάνω μια μαντεψιά: θα αποκτήσετε αφεντικό… Ακόμα κι αν δεν έρθει χρηματοδότης και τα βγάζετε πέρα, κάποτε θα αυτολογοκριθείτε ως προς τις πηγές που φέρνει το χρήμα και θα κάνετε συμμαχίες με κόμματα».



- Λέτε να παραδοθούμε;



«Εύχομαι να με διαψεύσετε»…

Tης Εφης Μάνου

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: