19.1.13

«Ό,τι δούλεψες, διέγραψέ το»...



Οι αποκαλύψεις της δικογραφίας για την λίστα Λαγκάρντ...
Ενδιαφέρον προκαλούν οι καταθέσεις των συνεργατών του Παπακωνσταντίνου, αλλά και των συγγενών του, για το θέμα της λίστας Λαγκάρντ.
Καταλυτική είναι η κατάθεση του υπαλλήλου Γιώργου Αγγελόπουλου, ο οποίος είπε ότι...
αφού επεξεργάστηκε το CD για να βρει αυτούς που είχαν καταθέσει στην HSBC τα περισσότερα χρήματα, ο Γ. Παπακωνσταντινου του είπε «ό,τι δούλεψες, διέγραψέ το».
«Ό,τι δούλεψες, διέγραψέ το».

Συγκεκριμένα, ο μετακλητός υπάλληλος στο γραφείο του Γ. Παπακωνσταντίνου, Γιώργος Αγγελόπουλος, καταθέτει στους οικονομικούς εισαγγελείς: «Περί τα τέλη του έτους 2010, δεν θυμάμαι ακριβή ημερομηνία, με ειδοποίησε η γραμματέας του κ. υπουργού, ότι με ήθελε στο γραφείο του ο κ. υπουργός. Πήγα στο γραφείο του και ο κ. υπουργός μου έδωσε ένα cd και χωρίς να μου εξειδικεύσει το περιεχόμενό του, μου είπε να βρω γύρω στα είκοσι μεγαλύτερα ποσά καθώς επίσης και σε ποιους αντιστοιχούν τα ποσά αυτά και να του αναφέρω επίσης το συνολικό ποσό που ήταν όλα τα αρχεία μαζί. Πήρα το cd και την ίδια ημέρα το έβαλα στον υπολογιστή και άρχισα να ανοιγοκλείνω όλα τα αρχεία για να δω τι γίνεται.

Όταν είδα ότι ήταν πολλά αρχεία, πάνω από δυο χιλιάδες, δεν μπορώ να θυμηθώ τον ακριβή αριθμό, τα αντέγραψα στον υπολογιστή του υπουργείου για πρακτικούς λόγους, δηλαδή για λόγους ταχύτητας και για περισσότερη ασφάλεια του cd. Το cd το κλείδωσα στο συρτάρι του αρχείου μου. Έφτιαξα ένα αρχείο excel και άρχισα παράλληλα να κάνω ανάγνωση του αρχείου, να βλέπω τα ποσά και μετά να κάνω copypaste (αντιγραφή).

Κάποια στιγμή έβγαλα το σύνολο και σε δεύτερο χρόνο άρχισα να ανοιγοκλείνω πάλι τα αρχεία, με την προοπτική να βρω τα ονόματα που αντιστοιχούσαν στα είκοσι μεγαλύτερα ποσά που είχα ταξινομήσει. Μετά πάροδο κάποιων ημερών, περίπου μια εβδομάδα κατέληξα σε είκοσι στοιχεία, έκαναν μια εκτύπωση με τα γύρω στα είκοσι ονόματα με τα μεγαλύτερα ποσά, τα έβαλα όλα μαζί στο φάκελο με το cd, έβαλα ένα αυτοκόλλητο στο φάκελο «από Α. για υπουργό» και τον πήγα στο γραφείο του υπουργού, τον άφησα στο γραφείο της γραμματείας, στη συρταριέρα της αλληλογραφίας του υπουργού. Ο κ. υπουργός με κάλεσε μέσω της γραμματείας να πάω στο γραφείο του, δεν είμαι σίγουρος αν αυτό έγινε την ίδια ημέρα».

Τι κατέθεσε η Μόνα Παπαδάκου

Στην κατάθεσή της η συνεργάτιδα του Γ. Παπακωνσταντίνου, Λεμονιά (Μόνα) Παπαδάκου, αναφέρει πως ουδέποτε άκουσε κάτι σχετικό με την λίστα, διότι η δική της αρμοδιότητα ήταν η διερεύνηση θεμάτων οικονομικού ενδιαφέροντος «με έμφαση σε δημοσιονομικά και μακροοικονομικά ζητήματα σε σχέση με την εθνική και διεθνή εμπειρία»!. Η ίδια αναφέρει πως δεν άκουσε ποτέ από τον πρώην υπουργό ή από οποιαδήποτε άλλο πρόσωπο τίποτα σχετικό με τη λίστα Λαγκάρντ, αλλά έμαθε για αυτή όταν το θέμα πήρε δημοσιότητα το φθινόπωρο του 2012. Σε ερώτηση δε των εισαγγελέων για ποιος πιστευτεί ότι γνωρίζει που παραδόθηκε για φύλαξη το αρχείο, η μάρτυρας απαντά: «Υποθέτω ότι γνωρίζει ο ίδιος ο κ. υπουργός».

«Η λίστα έπρεπε να αποτελέσει βάση ελέγχου»

Στην κατάθεσή της η Σοφία Ρίτσου σύμβουλος του τότε γενικού γραμματέα του υπ. Οικονομικών Ηλία Πλασκοβίτη αναφέρει: «Δεν είχα καμία απολύτως ενασχόληση με τη λίστα Λαγκάρντ....δε γνώριζα τίποτα...Έλαβα πληροφόρηση τον Οκτώβριο του 2012 από δημοσιεύματα». Η ίδια, πάντως, αναφέρει πως «η λίστα όσο και οποιαδήποτε άλλη λίστα έρχεται σε γνώση του υπουργείου, οφείλει να αποτελεί βάση ελέγχου από τις αρμόδιες υπηρεσίες. Ο νόμος έχει συμπεριλάβει όλες τις ειδικές προβλέψεις για να το εξασφαλίσει αυτό σε επίπεδο θεσμών και διαδικασιών».

«Ο Παπακωνσταντίνου έστειλε τη λίστα στο Διώτη με την ασφάλειά του»

Τέλος στην κατάθεσή της η Χρυσή Χατζή, διευθύντρια του γραφείου Παπακωνσταντίνου αναφέρει τον Οκτώβριο του 2010 ο πρώην υπουργός την ειδοποίησε να παραλάβει εμπιστευτικό φάκελο για λογαριασμό του, από την ελληνική πρεσβεία στο Παρίσι. Η μάρτυρας αναφέρεται και εκείνη στη σύσκεψη που έγινε στο υπουργείο στις 24 Ιανουαρίου του 2011, υπό τον Γ. Παπακωνσταντίνου με θέμα τη λίστα.

Εκεί, κατά την μάρτυρα, ο πρώην υπουργός ζήτησε την γνώμη των παρισταμένων (της ιδίας, του κ. Πλασκοβίτη, του κ. Καπελέρη και του κ. Μπάνου) για το πώς θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οι πληροφορίες αυτές. «Στις αρχές Ιουνίου του 2011 ο υπουργός μου είπε ότι ενημέρωσε κατ' ιδίαν τον κ. Διώτη για τα στοιχεία των καταθέσεων σε ελβετική τράπεζα που του είχαν περιέλθει από τις γαλλικές αρχές και ότι του έστειλε τα στοιχεία αυτά με την ασφάλειά του».

Συνεχίζοντας την κατάθεσή της η μάρτυρας αναφέρει: «Μετά την ακρόαση του υπουργού στην επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής στις 24.20.2012 στην οποία ανέφερε ότι τα στοιχεία αυτά δεν τα έδωσε για πρωτοκόλληση αλλά για εμπιστευτική φύλαξη, επικοινώνησα με τον υπάλληλο του πρωτοκόλλου του κ. υπουργού κ. Ν. Χ. και τον ρώτησα αν είχε δει ποτέ ένα cd για πρωτοκόλληση με στοιχεία καταθετών , προερχόμενο από την Γαλλία ή την Ελβετία, ή αν υπήρχε περίπτωση να είχαν κρατήσει έστω χωρίς πρωτοκόλληση στο γραφείο πρωτοκόλλου του υπουργού ένα παρόμοιο cd. Μου απάντησε αρνητικά και στα δυο ερωτήματα και μου είπε ότι ο ίδιος και οι συνάδελφοι του είχαν ενημερώσει περί τούτου και τον διευθυντή και νυν υπουργό, που τους είχε ρωτήσει αν είχαν δει ή πρωτοκολλήσει έστω το εμπιστευτικό πρωτόκολλο που τηρούσαν οι ίδιοι το cd αυτό».

Αν. Μπάνος: Έγινε σύσκεψη για τη λίστα τον Ιανουαρίου του 2011 και τα στοιχεία διαβιβάστηκαν στον Διώτη τον Ιούνιο

Στην κατάθεσή του στους εισαγγελείς ο νομικός σύμβουλος του Γ. Παπακωνσταντίνου, Αν. Μπάνος, αναφέρει πως ο ίδιος σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο υπουργείο Οικονομικών στις 24.1.2011, υπό τον πρώην υπουργό, είχε εκφράσει την άποψη ότι τα στοιχεία της λίστας «μπορούσαν και έπρεπε να αποτελέσουν βάση για τη διενέργεια φορολογικού ελέγχου προκειμένου να διαπιστωθεί αν αντιστοιχούσαν σε δηλωθέντα και φορολογηθέντα εισοδήματα». Ο κ. Μπάνος, βγάζει από το κάδρο τυχόν ποινικών ευθυνών τον πρώην γενικό γραμματέα του ΣΔΟΕ Γιάννη Καπελέρη και παράλληλα με ένα έμμεσο τρόπο, επιβαρύνει τη θέση του κ. Παπακωνσταντίνου, αφού όπως καταθέτει:

- Η απόφαση που ελήθφη στη σύσκεψη αυτή από τον Γ. Παπακωνσταντίνου ήταν «ναι, να διενεργηθεί έλεγχος στα στοιχεία. Όπως όμως αναφέρει ο κ. Μπάνος στην κατάθεσή του, ο πρώην υπουργός θα αποφάσιζε αργότερα αν ο έλεγχος θα γίνονταν από το ΣΔΟΕ ή από ειδικό κλιμάκιο ελέγχου. Ζήτησε δε ο Γ. Παπακωνσταντίνου από τον ίδιο να «προετοιμάσει» το γενικό γραμματέα του ΣΔΟΕ για τις διατάξεις που προβλέπουν τη σύσταση ειδικών κλιμακίων, κάτι που έκανε.

Ωστόσο, όπως καταθέτει ο κ. Μπάνος «λίγο πριν φύγει ο κ. Παπακωνσταντίνου και αφού είχε τοποθετηθεί στη θέση του ειδικού γραμματέα ΣΔΟΕ ο κ. Διώτης, τον ρώτησα από περιέργεια τι είχε κάνει και τι θα κάνει με τα στοιχεία και μου απάντησε «θα τα στείλω στον Διώτη»». Αργότερα, όταν πια ο Γ. Παπακωνσταντίνου βρίσκονταν στο ΥΠΕΧΩΔΕ ο κ. Μπάνος, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος υποστηρίζει στην κατάθεσή του, ρώτησε τον Γ. Παπακωνσταντίνου αν είχε διαβιβάσει τα στοιχεία στο ΣΔΟΕ. Τότε, όπως λέει, ο πρώην υπουργός του απάντησε καταφατικά.

Από τα όσα καταθέτει ο κ. Μπάνος προκύπτει ότι υπήρξε ένα μεγάλο «νεκρό» διάστημα σε σχέση με τις ενέργειες που θα μπορούσαν να είχαν γίνει για την αξιοποίηση της λίστας. Και αυτό γιατί από την ημερομηνία που έγινε η σύσκεψη (τον Ιανουάριο του 2011) μέχρι την παράδοσή της λίστας στον κ. Διώτη (μέσα Ιουνίου του 2011) προκύπτει ένα διάστημα πέντε περίπου μηνών. Πάντως, κλείνοντας την κατάθεσή του, ο κ. Μπάνος σπεύδει να ...εξισορροπήσει την κατάσταση λέγοντας πως «τόσο ο κ. Παπακωνσταντίνου όσο και ο κ. Βενιζέλος μου δημιούργησαν την πεποίθηση ότι ένα από τα βασικά τους μελήματα ήταν η πάταξη της φοροαποφυγής και της φοροδιαφυγής στην χώρα μας».

«Ο λογαριασμός ήταν στο Λουγκάνο και όχι στη Γενεύη»

Στο υπόμνημα που κατέθεσαν στους εισαγγελείς ο Συμεών Σικιαρίδης και η σύζυγός του Ελένη Παπακωνσταντίνου (γαμπρός και εξαδέλφη του Γ. Παπακωνσταντίνου, τα ονόματα των οποίων δεν υπήρχαν στη λίστα αν και διατηρούσα λογαριασμό στην HSBC 1. 222 εκατ. δολαρίων) αναφέρουν μεταξύ άλλων:

«Όπως προκύπτει από τα προσαγόμενα εκκαθαριστικά της φορολογικής αρχής, από το έτος 1987, που υποβάλλουμε κοινή δήλωση, τα εισοδήματά μας ανέρχονται μέχρι την 31.12.2011 σε 5.725.441 ευρώ συνολικά και μέχρι τη χρήση του έτους 2007 σε 4.172.816 ευρώ συνολικά.

Υπερκαλύπτουν, δηλαδή, το ποσό του λογαριασμού που έδωσε λαβή στην έρευνα. Διευκρινίζεται ότι στα πιο πάνω περιλαμβάνεται και ποσό 70.946.300 δραχμών που εισεπράχθη από τον πρώτο εξ ημών, από την πώληση της Rex. Τονίζεται εδώ ότι εμείς, πρωτογενώς, δεν είχαμε λογαριασμό στην τράπεζα HSBC Γενεύης. Μάλιστα, δε ούτε στη Γενεύη. Διατηρούσαμε λογαριασμό στην National Repuplic Bank στον Λουγκάνο της Ελβετίας» η οποία όπως λένε, συγχωνεύτηκε με την HSBC.

Η Κύθνος και ο Nissim Joseph

Οι εισαγγελείς ρωτούν τον Σ. Σικιαρίδη και τη σύζυγό του Ελένη Παπακωνσταντίνου για το τι σημαίνει η ένδειξη «Κύθνος» ή «Κύθνος 42», ή «Κύθνος 4» με την οποία φέρεται να συνδέεται ο λογαριασμός τους. «Δεν υπάρχει καμία σύνδεση με άλλο πρόσωπο φυσικό ή νομικό σε αυτό το λογαριασμό. Η ένδειξη αυτή είναι σημείο αναφοράς που συνδέεται με τη φυσιογνωμία (προφίλ) του πελάτη», απαντά η κ. Ελένη Παπακωνσταντίνου ενώ ο σύζυγος της αναφέρει: «Αυτό είναι το όνομα του λογαριασμού. Την ένδειξη αυτή που αποτελεί ένα πελασγικό τοπωνύμιο την επέλεξα εγώ. Δεν υπάρχει καμία σύνδεση με άλλο πρόσωπο φυσικό ή νομικό σε αυτό το λογαριασμό» απαντά ο Σ. Σικιαρίδης.

Σε ερώτηση δε των εισαγγελέων για αν γνωρίζουν κάποιον Nissim Joseph δυο απαντούν πως πρόκειται για τον επενδυτικό τους σύμβουλο και συνεργάτη που τους συνέστησε η τράπεζα, στο Λουγκάνο.

«Ο λογαριασμός υπάρχει και σήμερα, δεν μας ειδοποίησαν»

«Ουδεμία αξιόποινη πράξη έχω τελέσει» αναφέρει στους εισαγγελείς η Ε. Παπακωνσταντίνου ο σύζυγος της και συμπληρώνουν: «Ο λογαριασμός εξακολουθεί να υπάρχει με σημερινή αποτίμηση γύρω στις 330.000 ευρώ. Ποτέ δεν ειδοποιηθήκαμε από την τράπεζα περί του ότι είχε ανακύψει ζήτημα με τα πρόσωπα που αναφέρονται στη λίστα Λαγκάρντ.

Η εξήγηση που δίνουμε εμείς, δηλαδή εγώ, και ο σύζυγος μου, είναι ότι δεν είμαστε πελάτες του Καταστήματος Γενεύης. Συμπληρωματικά έχει περιληφθεί το όνομά μας προφανώς από το συγκεντρωτικό ηλεκτρονικό εγκέφαλο της τράπεζας στη Γενεύη. Διατηρούσαμε λογαριασμό στην National Repuplic Bank στον Λουγκάνο της Ελβετίας» η οποία όπως λέει το ζεύγος Σικιαρίδη - Παπακωνσταντίνου, συγχωνεύτηκε με την HSBC.

Α. Ρωσσώνης: Δεν είχα λογαριασμό μιας ημέρας

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το υπόμνημα του Α. Ρωσσώνη ο οποίος αναφέρει πως ο λογαριασμός που τηρούσε στην HSBC άνοιξε και έκλεισε αυθημερόν δεν είναι αληθές. Ο ίδιος προσκομίζει όπως λέει παραστατικά ελληνικής τράπεζας με ημερομηνία 1.2.05 από τα οποία αποδεικνύεται ότι τότε μετέφερε τα ποσά που είχε στην HSBC στην Ελβετία «και δη 715.112,47 και 113.531,94 δολάρια ΗΠΑ αντίστοιχα» στην ελληνική τράπεζα.

Όπως αναφέρει: «Από τότε ο λογαριασμός μου στην τράπεζα HSBC έκλεισε. Άρα, το θρυλούμενο, ως περίεργο, ότι ο λογαριασμός αυτός άνοιξε και έκλεισε αυθημερόν, δεν είναι αληθές. Την μεταφορά αυτή την πραγματοποίησα δυνάμει του άρθρου 38 του νόμου 3259/2004, καταβάλλοντας τον αντιστοιχούντα φόρο και εξαντλώντας την φορολογική μου υποχρέωση για τα κεφάλαια αυτά».

«Μας τηλεφώνησε ο Παπακωνσταντίνου»

Σε άλλο σημείο του υπομνήματος του ο Α. Ρωσσώνης αναφέρει: «...Δεν μίλησα ποτέ με τον πρώην υπουργό για την αρχικά θρυλούμενη και ήδη επίμαχη λίστα. Βεβαιώς, μόλις ανέκυψε ζήτημα διαγραφής των ονομάτων της κουνιάδας μου Ελένης Παπακωνσταντίνου, του συγγαβρού μου Συμεών Σικιαρίδη και του δικού μου, επικοινώνησε μαζί μας τηλεφωνικά, ο ίδιος (σ.σ. ο Γ. Παπακωνσταντίνου). Κατηγορηματικά μας διαβεβαίωσε ότι ουδεμία ποτέ επιχείρησε επέμβαση στο κείμενο. Δίδω απόλυτη πίστη στη διαβεβαίωσή του». Ακόμη, η Ε. Παπακωνσταντίνου αναφέρει πως τη διαχείριση του λογαριασμού αυτού έκανε ο σύζυγός της.

Α. Ρωσσώνης: Θα μπορούσε να αλλοιώσει τη λίστα και χωρίς εμάς!

Και συνεχίζει στο υπόμνημά του ο Α. Ρωσσώνης: «Ανεξάρτητα, όμως, από τα παραπάνω, ο Γ.Σ. Παπακωνσταντίνου κατείχε τη θέση του υπουργού Οικονομικών και βρίσκονταν υπό συνεχή αρνητική κριτική από τον Τύπου και από αλλού. Απ' αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα, γίνεται αμέσως σαφές ότι ο εξάδελφος της συζύγου μου είχε αυτοδυνάμως, προς περιφρούρηση της δικής του πολιτικής φυσιογνωμίας, λόγο να μη θέλει οικογενειακώς να συνδέεται με καταθέσεις σε ελβετική τράπεζα. Ήδη δε σήμερα, σε εποχή που η χώρα μαστίζεται από ανέχεια.

Συνεπώς και αν ήθελε υποτεθεί ότι – πράγματι – νόθευσε κείμενο, που εξέθεσε σε αρνητική πολιτική κριτική το όνομά του, είχε στήριγμα αυτοτελές για να ενεργήσει έτσι. Χωρίς, δηλαδή, να απαιτείται, προς παρακίνησή του, οποιαδήποτε ηθική αυτουργία, οιουδήποτε».

«Ο λογαριασμός άνοιξε το 1998, δεν μπορώ να εξηγήσω το έγγραφο που αναφέρει 2010»

Πάντως, ο Α. Ρωσσώνης όταν του επιδεικνύεται από τους δυο εισαγγελείς έγγραφο (εκτυπωθέν αρχείο με το λογαριασμό του) σύμφωνα με το οποίο ο λογαριασμός του άνοιξε το 2010 αναφέρεαι: «Ο λογαριασμός άνοιξε το έτος 1998. Δεν μπορώ να εξηγήσω πως στο αντίγραφο που μου επιδεικνύετε αναφέρεται η ημερομηνία 10-10-2010. Δεν γνωρίζω τι είναι η ημερομηνία αυτή αλλά στην καρτέλα αναφέρεται η ημερομηνία ανοίγματος και κλεισίματος του λογαριασμού».

Αξίζει πάντως να σημειωθεί εδώ ότι οι ισχυρισμοί των τριών συγγενών του Γ. Παπακωνσταντίνου ελέγχονται από τους εισαγγελείς όπως επίσης ελέγχονται και οι συγκεκριμένοι λογαριασμοί και οι κινήσεις τους από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) κατ εντολή των κ.κ. Πεπόνη Μουζακίτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: