4.5.13

Κυριακή του Πάσχα...




Μια πρόδρομη εορταστική αφήγηση ...
Η υστερία ξεκινάει απ’ το πρωί. Μάλλον θα σε ξυπνήσει νωρίς η μαμά σου, που εντελώς τυχαία θα αποφασίσει να κάνει δουλειές ακριβώς έξω από το δωμάτιό σου, μέχρι να σε δει να...
αναδεύεσαι ενοχλημένος στο κρεβάτι, οπότε και θα αποχωρήσει διακριτικά. Έχεις να της προσάψεις κάτι; Όχι φυσικά, ούτε στο δωμάτιό σου μπήκε, ούτε σου μίλησε. Απλώς ανοιγόκλεινε συρτάρια και έκανε σκούπα λίγα μέτρα μακριά από το αυτί σου. Ακόμα, πάντως, κι αν δεν σε ξυπνήσει η μαμά, θα σε ξυπνήσει η αδερφή σου, που μιλάει πολύ δυνατά στο τηλέφωνο. Εντάξει, δεν είναι ανάγκη να γίνεσαι υστερικός. Είναι πολύ αστείο αυτό που της λένε, άρα το γέλιο της πρέπει να ακουστεί ως τα πέρατα του κόσμου, μέχρι να ξυπνήσει και το τελευταίο ερπετό από τον βαθύ ύπνο του σε κάποια μακρινή ζούγκλα. Περνάς μια βόλτα από την κουζίνα με την ελπίδα να φας κάτι για πρωινό, αλλά ΤΩΡΑ ΔΕΝ ΤΡΩΝΕ ΓΙΑ ΠΡΩΙ, ΚΟΝΤΕΥΕΙ ΜΕΣΗΜΕΡΙ. Ούτως ή άλλως, κάθε επιφάνεια είναι φορτωμένη με πιάτα, πιατάκια, μπολάκια και εδέσματα υπό παρασκευή, που επειδή δεν θα φαγωθούν από κανένα, θα σου σερβίρονται σε δόσεις όλη την ερχόμενη εβδομάδα. Η ώρα δεν περνάει με τίποτα, η μαμά σου επιβλέπει δεκαεφτά κατσαρόλες και εικοσιδύο φούρνους σαν την τρελή, όλοι μοιάζουν απασχολημένοι με κάτι, και εσύ νιώθεις πραγματικά εγκλωβισμένος σε ένα ανυπόφορο μαγειρικό λίμπο. Πας να τσιμπήσεις κάτι με το χέρι, αλλά με την άκρη του ματιού της σε βλέπει και σε κράζει. -Στην άλλη δε λες τίποτα που έχει κάνει την κουζίνα κώλο ! (αναφέρεσαι φυσικά στην αδερφή σου). - Θα ‘πρεπε να ντρέπεσαι, αγαπάω και τα δυο παιδιά μου εξίσου (απαντάει σχεδόν δακρυσμένη η μητέρα). Φυσικά η συγκίνησή της κρατάει μισό δευτερόλεπτο. Επιτέλους κάθεστε στο τραπέζι. Η μαμά σου επισημαίνει τι ωραία που είναι να είστε όλοι μαζί, εσύ ξερνάς στο πιάτο σου διακριτικά, αυτή σε καρφώνει με το βλέμμα της, και σιγά σιγά αρχίζετε να τρώτε. Ο μπαμπάς σου θα πετάξει κρυάδα για τη μαγειρική της μαμάς σου, η μαμά σου θα αντιτάξει ΟΠΟΙΟΥ ΔΕΝ ΤΟΥ ΑΡΕΣΕΙ, ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΦΟΡΑ ΝΑ ΜΑΓΕΙΡΕΨΕΙ ΜΟΝΟΣ ΤΟΥ, θα θάψετε όλοι μαζί κάποιον συγγενή, θα χτυπήσουν δυο κινητά, και κάπου εκεί θα τελειώσουν οι κοκακόλες. -Φάε άλλο λίγο κρέας -Δεν πεινάω -Ωραία, δοκίμασε λίγη σαλάτα τότε -Δεν θέλω -Φάε άλλο λίγο κρέας, λοιπόν -WTF ? Μπουκώνεσαι, κοιτάς το ρολόι σου και ρίχνεις μια ματιά γύρω γύρω. Αν κάποιος σκοπεύει να σου ανακοινώσει ότι είσαι υιοθετημένος, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή να το κάνει. Το φαγητό τελειώνει και επίσημα, σηκώνεσαι από το τραπέζι προσπαθώντας να περάσεις απαρατήρητος για να μην βοηθήσεις στο μάζεμα, αποτυγχάνεις παταγωδώς και αισθάνεσαι τύψεις. Επειδή όμως η βαρεμάρα υπερβαίνει κατά πολύ το αίσθημα ευθύνης, η συμβολή σου περιορίζεται στη μεταφορά της κέτσαπ πίσω στο ψυγείο. Δεν πειράζει, έκανες το χρέος σου για φέτος, και, in your defence, η κέτσαπ ήταν πολύ βαριά. Έρχεται το απόγευμα. Δοκιμάζεις να κοιμηθείς για λίγο, αλλά το μόνο που καταφέρνεις είναι να κλείσεις τα μάτια και να κάνεις μια ακούσια νοερή ανασκόπηση όλης της εβδομάδας, ανακαλώντας άσχετα και ενοχλητικά πράγματα, ενώ παράλληλα ιδρώνεις μέχρι και απ’ τα νύχια. Σηκώνεσαι και είναι βράδυ. ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΦΑΕΙ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ, ΜΗ ΧΑΙΡΕΤΑΙ, ΘΑ ΤΟ ΦΑΕΙ ΟΛΟ ΑΥΡΙΟ. Καταλαβαίνεις πως σιγά σιγά πρέπει να αρχίσεις να ετοιμάζεσαι για να βγεις. Το κάνεις. Βγαίνεις. Δεν είναι και πολύ καλά έξω. Οι μισοί μυρίζουν μεσημεριανό και οι άλλοι μισοί παραπατάνε υπό την επήρεια μιας μέθης που ξεκίνησε πολύ νωρίς και δεν σταμάτησε ποτέ. Ευτυχώς όμως η ώρα είναι περασμένες δώδεκα, άρα η μέρα άλλαξε. Γυρνάς σπίτι, όλοι κοιμούνται. Επιτέλους η Κυριακή πέρασε στην ιστορία.

lifo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: