24.6.18

Ναΐλ, ο ήρωας της απέναντι όχθης...

Ο Ναΐλ

Στις κάλπες των πρόωρων διπλών -προεδρικών και βουλευτικών- και πιο κρίσιμων εκλογών στη σύγχρονη ιστορία της γείτονος καλούνται σήμερα Κυριακή οι Τούρκοι ψηφοφόροι, με τις δημοσκοπήσεις να προβλέπουν...
εκλογικό θρίλερ και τους αναλυτές να χαρακτηρίζουν καθοριστική την ψήφο των Κούρδων.

Υπό τη σκιά και της επιδεινούμενης κατάστασης της τουρκικής οικονομίας, όλα τα ενδεχόμενα παρέμεναν ανοιχτά λίγο πριν ανοίξει η κάλπη.

Το μεγάλο ερώτημα αυτής της Κυριακής είναι εάν ο Ερντογάν θα αναγκαστεί να συρθεί σε έναν δεύτερο γύρο στις προεδρικές εκλογές έναντι του ενισχυμένου κεμαλιστή αντιπάλου του, Μουχαρέμ Ιντζέ, κι εάν το κόμμα του και οι εθνικιστές εταίροι του θα αγγίξουν ή όχι τον στόχο της αυτοδυναμίας.

Κι όλα αυτά, με την πόλωση στο αποκορύφωμά της, τις φυλακές γεμάτες γκιουλενικούς και αριστερούς, σε συνθήκες μόνιμου πλέον καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, και με τον στρατό να πολεμά τους Κούρδους εισβάλλοντας στη Συρία και το Ιράκ.

Με δεδομένη λοιπόν την αδυναμία προβλέψεων και την πολύ σοβαρή πιθανότητα παράτασης στην αγωνία για άλλες δύο τουλάχιστον εβδομάδες, η «Εφ.Συν.» προσεγγίζει το μεγάλο θέμα μέσα και από τη συνταρακτική ιστορία του πεντάχρονου Ναΐλ που είδε το καθεστώς Ερντογάν να περνά χειροπέδες στους γονείς του με την κατηγορία πως είναι «γκιουλενιστές», πριν έρθει μαζί τους με χίλια ζόρια στην Ελλάδα, όπου διαγνώστηκε με λευχαιμία.

Ούτε ο ίδιος, όμως, ούτε η μητέρα του, Μπιργκιούλ, σταματούν να ονειρεύονται...

Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε απέραντη φυλακή. Πίσω όμως από τους αριθμούς και τις εκθέσεις διεθνών φορέων και οργανισμών για τη ζοφερή κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα, υπάρχουν πολλές ανθρώπινες ιστορίες που κρύβουν απέραντο πόνο, ίσως και θυμό, και που σπάνια έρχονται στο φως.

Αλλωστε, ύστερα από τις εκατοντάδες χιλιάδες συλλήψεις και τις δεκάδες χιλιάδες φυλακίσεις πολιτών των τελευταίων χρόνων, ποια ιστορία να πρωτοειπωθεί;

Ιστορίες που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το επίσημο αφήγημα του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης και, προσωπικά, του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Μία από τις ιστορίες αυτές είναι και η ιστορία του Ναΐλ.

O Ναΐλ είναι ένα χαρούμενο αγόρι πέντε ετών που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Οπως όλα τα αγόρια της ηλικίας του, έτσι κι αυτός έχει τον δικό του ήρωα.

Ο ήρωας του Ναΐλ είναι ο Σπάιντερμαν. Μόνο που ο δικός του ήρωας κλείστηκε σε ένα κελί φυλακής για είκοσι μέρες, διέσχισε δύο φορές ένα μεγάλο ποτάμι, ζήτησε άσυλο σε μία ξένη χώρα και τώρα νοσηλεύεται στην ογκολογική κλινική κάποιου παιδιατρικού νοσοκομείου της Αθήνας.

Αν κάποιος παρατηρητής προσπαθούσε να περιγράψει τη ζωή του Ναΐλ σε τρεις λέξεις, αυτές θα ήταν «Φυλακή», «Ασυλο» και «Λευχαιμία».

Τρεις άγνωστες λέξεις, η κάθε μια με το δικό της δυσβάσταχτο φορτίο. Πόσο μάλλον για ένα παιδί πέντε χρόνων!

Τον Ναΐλ τον συνάντησα στο δωμάτιο όπου νοσηλεύεται και αμέσως του έβαλα ένα δίλημμα: Σπάιντερμαν ή Νίντζα; Μου έριξε ένα πονηρό βλέμμα, ανασηκώθηκε και έβγαλε από το συρτάρι του κομοδίνου του τον υπερήρωά του.

Ο καρπός του χεριού του με έναν μόνιμο επίδεσμο. Πήγαμε προς το παράθυρο. Κάτω στο προαύλιο ένα μεγαλύτερο αγόρι έτρωγε παγωτό. Ο Ναΐλ έχει ξεκινήσει θεραπεία με κορτιζόνη. Το παγωτό απαγορεύεται.

Σηκώνει το χέρι του και μου δείχνει προς τη μεριά του Λυκαβηττού.

«Εκεί είναι ο Σπάιντερμαν».

«Και τι είναι εκεί;», τον ρωτάω.

«Η απέναντι όχθη», μου απαντάει.

Η σύλληψη της Μπιργκιούλ και του Σαμπάν
Στο αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016, που μεταδόθηκε ζωντανά από σχεδόν όλους τους τηλεοπτικούς σταθμούς στην Τουρκία, ο Ναΐλ ήταν μόλις τριών χρόνων.

Το ίδιο βράδυ, λίγες μόνο ώρες νωρίτερα, μαζί με τον επτάχρονο αδελφό του και τον πατέρα του ανέβηκαν με το τελεφερίκ στον λόφο του Πιερ Λοτί, πάνω από το Εγιούπ. Ηταν το αγαπημένο τους μέρος.

Στο τέλος, αγόρασαν ο καθένας τους από ένα πελώριο παγωτό. Πέρα μακριά η Πόλη αντιφέγγιζε στον Κεράτιο. Η αντίστροφη μέτρηση όμως είχε ήδη αρχίσει. Το επόμενο πρωί τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο ούτε για τον Ναΐλ ούτε για την οικογένειά του.

Επτά πάνοπλοι αστυνομικοί χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού του και συνέλαβαν τον πατέρα και τη μητέρα του.

Η οικογένεια Κοτζάλ κατηγορούνταν ότι είχε σχέση με την τρομοκρατία. Ο Ναΐλ και ο τότε επτάχρονος αδελφός του είδαν τους αστυνομικούς να ερευνούν το σπίτι τους, σε μια συνοικία της Πόλης, κοντά στον Βόσπορο, και να περνούν χειροπέδες στα χέρια των γονιών τους.

Τα μέλη του Κινήματος Χιζμέτ, οι οπαδοί δηλαδή του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, βρέθηκαν στο στόχαστρο της κυβέρνησης αμέσως μετά το πραξικόπημα. Η κύρια κατηγορία εναντίον τους ήταν «μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης».

Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης απροκάλυπτα πια έβαζε σε έναν κοινό παρονομαστή γκιουλενιστές, Κούρδους, αριστερούς και, γενικά, όλους όσοι είχαν διαφορετική άποψη από το επίσημο κυβερνητικό αφήγημα.

Στις φυλακές του Μπακίρκιοϊ

Μετά τη σύλληψή του, ο Σαμπάν, πατέρας του Ναΐλ, παρέμεινε κρατούμενος στο αστυνομικό τμήμα και ανακρινόταν επί 18 μέρες.

Την ίδια περίοδο, περνούσε το κατώφλι των γυναικείων φυλακών του Μπακίρκιοϊ η Μπιργκιούλ (μτφ. ένα τριαντάφυλλο), η μητέρα του Ναΐλ, μαζί με τον τρίχρονο γιο της.

«Η μητέρα μου ήταν καρκινοπαθής και δεν μπορούσε να τον φροντίσει», μου λέει.

Μάταια εξηγούσε στον ανακριτή ότι δεν είναι τρομοκράτης και ότι η πρώτη φορά που έβλεπε όπλο στη ζωή της ήταν εκείνο που κρατούσε ο αστυνομικός που τη συνέλαβε.

«Εργαζόμουν ως ανώτερη δικαστικός υπάλληλος», μου λέει η Μπιργκιούλ. «Νομίζω ότι ήμουν καλή στη δουλειά μου και οι προϊστάμενοί μου είχαν θετική άποψη για μένα. Ποτέ δεν δημιούργησα πρόβλημα. Ο σύζυγός μου εργαζόταν ως προγραμματιστής σε μεγάλη τουρκική εταιρεία. Ηταν υπεύθυνος σημαντικών έργων, κάποια από τα οποία υλοποιούνταν σε βάθος ακόμη και τριών χρόνων. Ημασταν μια τυπική οικογένεια. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η ζωή μας θα διαλυόταν κυριολεκτικά μέσα μια μέρα».

Ο Ναΐλ πέρασε την πόρτα της φυλακής χωρίς τη λαστιχένια φιγούρα του αγαπημένου του υπερήρωα και έμεινε έγκλειστος δέκα μήνες στο πλευρό της μητέρας του.

Η διοίκηση της φυλακής απαγόρευε στα παιδιά να παίρνουν μαζί τους τα αγαπημένα παιχνίδια τους. Επέτρεπε μόνο παιχνίδια σε κλειστές συσκευασίες.

«Ο Ναΐλ έκλαψε πολύ για τα παιχνίδια που άφησε πίσω του», θυμάται η Μπιργκιούλ. «Οταν όμως του εξήγησα ότι σύντομα θα παίζει με καινούργια παιχνίδια, ενθουσιάστηκε. Ωστόσο, δεν μας επιτράπηκε τελικά να πάρουμε κανένα καινούργιο παιχνίδι, ακόμη και αν ήταν σε σφραγισμένη συσκευασία».

Την πρώτη νύχτα στη φυλακή, το τρίχρονο αγόρι έπαθε κρίση αλλεργικού άσθματος.

«Αρχιζα να φωνάζω», λέει η Μπιργκιούλ, «και οι υπόλοιπες κρατούμενες ξύπνησαν φοβισμένες. Ζήτησα να μου φέρουν άμεσα μια φιάλη οξυγόνου, αλλά οι φρουροί έκαναν ότι δεν άκουγαν. Ακόμη και τον φυσιολογικό ορό απαγόρευαν. Εφτιαξα μόνη μου κάποια φορά αλατόνερο, αλλά δεν μου έδιναν σύριγγα για να κάνω πλύση στη μύτη του Ναΐλ».

Ενα κολαστήριο δίπλα στον Βόσπορο

Ο γολγοθάς της Μπιργκιούλ στις γυναικείες φυλακές του Μπακίρκιοϊ θα ήταν μακρύς και βασανιστικός.

«Θεωρείς τον εαυτό σου υπεύθυνο για όλα αυτά που βιώνει το παιδί σου».

Η Μπιργκιούλ στοχοποιήθηκε άμεσα από το καθεστώς Ερντογάν επειδή ήταν υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Το ΑΚP θεωρούσε ότι τα μέλη του Κινήματος Χιζμέτ είχαν διεισδύσει στην κρατική μηχανή και, συνεπώς, έλεγχαν τους θεσμούς: δικαιοσύνη, ένοπλες δυνάμεις, αστυνομία.

Ο Ερντογάν έβαλε τους γκιουλενιστές κάτω από έναν όρο-ομπρέλα που έμελλε να σημαδέψει την πολιτική σκηνή της Τουρκίας από το 2013 μέχρι και σήμερα. Ο όρος αυτός είναι «parallel devlet» (μτφ. παράλληλο κράτος).

Παρότι οι φυλακές του Μπακίρκιοϊ δεν είναι υψίστης ασφαλείας, ωστόσο η διοίκηση εξαντλεί την αυστηρότητά της στις κρατούμενες που φέρονται να συνδέονται με το Κίνημα Γκιουλέν.

Λίγες μόνο μέρες μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου τα κελιά γεμίζουν ασφυκτικά.

«Οσες κρατούμενες είχαν μωρά τις έβαζαν χωριστά από τα παιδιά τους», εξηγεί η Μπιργκιούλ. «Στις λεχώνες τοποθετούσαν ειδικές αντλίες προκειμένου να αφαιρούν το μητρικό γάλα, το οποίο έχυναν στη συνέχεια στους νεροχύτες. Ο θηλασμός απαγορευόταν αυστηρά. Επίσης, ήταν αδύνατη η παρασκευή κάποιου παιδικού γεύματος, αφού τρόφιμα μπορούσαμε να αγοράσουμε μόνο μέσα από τη φυλακή. Ούτε επιτρεπόταν η χρήση ειδικών εργαλείων για την πολτοποίηση των τροφών. Τα παιδιά τα πλέναμε στις τουαλέτες, ακόμη και τα βρέφη. Τα περισσότερα υπέφεραν από διάφορες δερματοπάθειες. Ο Ναΐλ έμεινε στη φυλακή περίπου δύο εβδομάδες. Δεν ήθελα να αναπνέει άλλο τον αέρα της φυλακής. Δεν ήθελα να περνάει τόσο άσχημα εξαιτίας μου. Παρέδωσα τον γιο μου στους συγγενείς μου έπειτα από 20 μέρες. Τον είδα πολλούς μήνες αργότερα. Τον μεγαλύτερο γιο μου τον έβλεπα αραιά και πού πίσω από ένα τζάμι. Οι μήνες στη φυλακή ήταν πολύ δύσκολοι για όλους μας».

Στη φυλακή η Μπιργκιούλ θα χάσει δύο δόντια, αλλά δεν θα της επιτραπεί η επίσκεψη σε οδοντίατρο παρότι υπέβαλε δύο αιτήματα σε διάστημα δύο μηνών.

«Εβαζα χαρτί προκειμένου να κλείσω προσωρινά την πληγή και μου ήταν αδύνατο να φάω. Στο τέλος έπαθα φλεγμονή στον ουρανίσκο που επεκτάθηκε σε όλο μου το στόμα. Ομως, ακόμη και τότε, δεν μου επιτράπηκε η επίσκεψη σε γιατρό. Αλλες κρατούμενες, σε σοβαρότερη κατάσταση από μένα, οδηγούνταν στο νοσοκομείο με χειροπέδες σαν να ήταν ποινικοί κρατούμενοι, αφήνοντας πίσω τα παιδιά τους στο έλεος του θεού. Κάποια μέρα είπα στον φρουρό ότι μου περνάει από το μυαλό να δραπετεύσω γιατί αφ’ ενός δεν έχω κάνει τίποτε και αφ’ ετέρου θέλω να πάω να βρω τα παιδιά μου. Εκείνος τότε μου είπε πως αν το κάνω, θα με πυροβολούσε πισώπλατα. Και εγώ του απάντησα ότι ίσως τότε η κυβέρνηση του απένεμε μετάλλιο ανδρείας!».

Το ποτάμι και η απέναντι όχθη
Οταν η Μπιργκιούλ αποφυλακίστηκε προσωρινά, αποφάσισε με τον σύζυγό της ότι είχε έρθει πλέον η ώρα να φύγουν από την Τουρκία. Ετσι κι αλλιώς και οι δύο είχαν ήδη απολυθεί από τις δουλειές τους και δεν είχαν πλέον κανένα εισόδημα.

«Ηξερα ότι από εδώ και στο εξής οι πόρτες θα ήταν κλειστές και για τους δυο μας. Επειτα, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να συλληφθούμε ξανά», μου λέει.

Εκείνο που χρειάζονταν ήταν 10.000-12.000 δολάρια για να περάσουν τον Εβρο. «Αποφασίσαμε να διασχίσουμε το ποτάμι με δύο παιδιά γνωρίζοντας τον κίνδυνο του θανάτου», εξομολογείται η Μπιργκιούλ. «Ομως θέλαμε να μείνουμε ενωμένοι ως οικογένεια, ελεύθεροι. Συνεχίσαμε λοιπόν αυτό το ταξίδι. Τα παιδιά μου δεν είχαν συνειδητοποιήσει ότι ήμουν στη φυλακή. Τους τα εξηγήσαμε όλα πριν ξεκινήσουμε αυτό το ταξίδι. Τους είπαμε να παραμείνουν ήσυχοι, να μην κλαίνε, ακόμη και αν μας συλλάβει η αστυνομία και μας στείλει στη φυλακή».

Η πρώτη προσπάθεια της οικογένειας ήταν αποτυχημένη. Η λαστιχένια βάρκα δεν έφτασε ποτέ στην απέναντι όχθη. Ενα από τα κουπιά έσπασε και υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν πίσω. Διέσχισαν ένα πολύ επικίνδυνο μονοπάτι μέχρι να φτάσουν στα περίχωρα της Αδριανούπολης.

«Η βάρκα βρέθηκε σε περιδίνηση, παρασυρθήκαμε από το ρεύμα του νερού και έτσι δεν καταφέραμε να περάσουμε στην Ελλάδα. Επιστρέψαμε πίσω και για αρκετές ώρες κρυφτήκαμε σε ένα δάσος. Στη συνέχεια περπατήσαμε άλλες πέντε ώρες», θυμάται η Μπιργκιούλ.

Η οικογένεια Κοτζάλ όμως δεν το έβαλε κάτω. Κατάφεραν να διασχίσουν το ποτάμι τον Σεπτέμβριο του 2017. Ο Ναΐλ ήταν ο πρώτος που βρέθηκε στην απέναντι όχθη και πάτησε το ελληνικό έδαφος.

«Ταξιδεύαμε νύχτα για να μη γίνουμε αντιληπτοί από την αστυνομία. Τον Ναΐλ τον είχαμε στην αγκαλιά μας. Ο μεγαλύτερος γιος μας ήταν επτά χρόνων. Οταν βλέπαμε κάποιο φως κρυβόμασταν στα χωράφια. Ως μητέρα σκεφτόμουν τι θα έκανα αν πάθαινε κάτι η βάρκα μας. Ποιο παιδί θα έσωζα πρώτο. Ο φόβος είχε φωλιάσει μέσα μας. Και τα παιδιά ήταν πολύ φοβισμένα. Αλλά όπως σας εξήγησα, ήρθαμε στην Ελλάδα για να είμαστε ελεύθεροι, να μείνουμε ενωμένοι ως οικογένεια και να φροντίζουμε τα παιδιά μας όπως όλοι οι γονείς του κόσμου».

Η οικογένεια του Ναΐλ ύστερα από πολλές περιπέτειες θα φτάσει στην Αθήνα. Ολοι μαζί θα εγκατασταθούν σε ένα μικρό σπίτι και εκεί θα σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους.

Ο Σαμπάν αποφασίζει να φύγει στη Γερμανία. Στο κρατίδιο της Βεστφαλίας θα αιτηθεί άσυλο και έπειτα από πολύμηνες διαδικασίες το γερμανικό δικαστήριο θα κάνει δεκτό το αίτημά του. Ο Σαμπάν κινεί τις διαδικασίες για άμεση επανένωση της οικογένειας, αίτημα που γίνεται επίσης δεκτό.

Κατά τη διάρκεια έκδοσης των διαβατηρίων, η Μπιργκιούλ παρατηρεί στο σώμα του Ναΐλ εκτεταμένες μελανιές. Ενας πρόσφυγας Τούρκος γιατρός, που ζει επίσης στην Αθήνα, εξετάζει το πεντάχρονο αγόρι και λέει στη μητέρα του να το μεταφέρει άμεσα σε κάποιο νοσοκομείο.

Η λέξη που μαθαίνεις να λες
Η διάγνωση θα έρθει πολύ σύντομα: «Λευχαιμία». Η οικογένεια του Ναΐλ θα πρέπει να αναμετρηθεί για ακόμη μία φορά με τις αντοχές της.

Παρότι η γερμανική κυβέρνηση έχει ανάψει το πράσινο φως και τα διαβατήρια όλων των μελών είναι έτοιμα, οι Ελληνες γιατροί απαγορεύουν στον Ναΐλ να ταξιδέψει. Το αγόρι βρίσκεται σε καραντίνα. Ενα μικρόβιο θα μπορούσε να κάνει ακόμη πιο περίπλοκα τα πράγματα. Εξάλλου, πρέπει να ολοκληρωθεί ο πρώτος γύρος της χημειοθεραπείας.

Η Μπιργκιούλ βρίσκεται νύχτα-μέρα στο πλευρό του γιου της. Μου δείχνει τα ρούχα και τα παπούτσια της. «Ο,τι φοράω, είναι δανεικό», μου λέει. «Δεν με πειράζει όμως. Δεν με πειράζει που χάσαμε όλα τα υλικά αγαθά μας. Το μόνο που θέλω είναι να καταφέρουμε να φτάσουμε στη Γερμανία και εκεί να συνεχίσει ο Ναΐλ τη θεραπεία του σε ένα εξίσου καλό νοσοκομείο. Οι Ελληνες γιατροί είναι εξαιρετικοί. Δεν έχω κανένα παράπονο ούτε από αυτούς ούτε από κανέναν άλλον εδώ στην Ελλάδα».

Με την Μπιργκιούλ περπατάμε αργά προς την έξοδο του νοσοκομείου. Μια άλλη πρόσφυγας από την Τουρκία βρίσκεται ήδη στο πλευρό του Ναΐλ που δεν μένει στιγμή μόνος του. Από μέρα σε μέρα θα επιστρέψει και ο Σαμπάν στην Ελλάδα.

«Μιλάμε συνεχώς στο τηλέφωνο, αλλά είναι η πρώτη φορά που θα βρεθούμε κοντά ο ένας στον άλλον μετά την ανακοίνωση της διάγνωσης για τον γιο μας. Τις πρώτες μέρες δεν ήθελα να λέω καθόλου τη λέξη “λευχαιμία” και, όταν αναφερόμουν σ’ αυτήν, την περιέγραφα. Ακόμα και στον Σαμπάν μιλούσα περιφραστικά για το πρόβλημα. Στην πορεία έμαθα να τη λέω χωρίς να τρομοκρατούμαι. Αλλά όταν συναντήσω τον Σαμπάν δεν ξέρω αν θα καταφέρω να συγκρατήσω τα δάκρυά μου».

Τα μάτια της είναι ήδη υγρά. Τη ρωτάω πώς φαντάζεται τη ζωή της ύστερα από μερικά χρόνια:

«Σε ένα μικρό ήσυχο σπίτι. Εκεί που μένει τώρα ο Σαμπάν είναι σαν χωριό. Με τον Ναΐλ να πηγαίνει σχολείο. Οι γιατροί μού λένε πως η ηλικία του παίζει σημαντικό ρόλο. Εχει πάρα πολλές πιθανότητες να θεραπευτεί τελείως. Επομένως, δεν θα μπορούσα να θέλω τίποτε άλλο από αυτό. Ξέρω όμως ότι τίποτε πια δεν θα είναι ίδιο στη ζωή μου. Είμαι ήδη μια πρόσφυγας. Και ο άντρας μου και τα παιδιά μου, πρόσφυγες. Αυτή η ταυτότητα θα μας ακολουθεί για πάντα».

efsyn

Δεν υπάρχουν σχόλια: