25.12.18

Μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία…


Χριστούγεννα 1982. Την παραμονή έριχνε χιόνι αποβραδίς. Πυκνό χιόνι σε όλη την Αθήνα. Έξω, τα γνωστά. Κόσμος πάει κι έρχεται για το ρεβεγιόν, σπίτια φωταγωγημένα σαν φορτηγά της Λαχώρης, χαρούμενη διάθεση στο όριο της ευφορίας. Είχαμε ΠΑΣΟΚ, βλέπετε, και...
η Αλλαγή βημάτιζε αργά αλλά σταθερά προς το πεπρωμένο της…

Εκείνος ήταν μόνος, σ΄ένα δυάρι στου Ζωγράφου. Οι συγκάτοικοι είχαν φύγει για τα χωριά τους, ο αδελφός του ήταν φαντάρος, η φιλεναδίτσα του θα έκανε ρεβεγιόν με τους δικούς της και για να πάει στο πατρικό του, στο χωριό, ούτε σκέψη. Εδώ δεν είχε χρήματα ούτε για τσιγάρα.

Δεν είχε πεί τίποτε στους συγκάτοικους για δανεικά. Ούτε στη φίλη του. Τον είχε κυριεύσει μια παράξενη διάθεση αυτοτιμωρητικής απομόνωσης, χωρίς να ξέρει γιατί.

Επεφτε η νύχτα κι άρχισε να πεινάει. Αλλά το ψυγείο ήταν άδειο. Εψαξε τα ντουλάπια για καμιά κονσέρβα. Τίποτε… Ηπιε νερό, έφτιαξε καφέ-ήταν ο τέταρτος απο το πρωί- κι άναψε την τηλεόραση. Είδε λίγο κάτι πανηγυριώτικα, αλλά βαρέθηκε. Την έκλεισε, έσβησε τα φώτα και ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έμεινε εκεί για ώρες με τα μάτια ανοιχτά.

Είχε πάει τρείς και κάτι. Σηκώθηκε, έριξε νερό στο πρόσωπό του κι άρχισε να ντύνεται. Θα έβγαινε, χωρίς να ξέρει που θα πάει… Βγήκε στο δρόμο κι άρχισε να κατηφορίζει την κεντρική Λεωφόρο του Ζωγράφου, βουλιάζοντας στο χιόνι που είχε καλύψει τα πάντα.

Κόσμος πολύς για τέτοια ώρα. Παρέες που γυρνούσαν από το ρεβεγιόν κι έπαιζαν χιονοπόλεμο, ζευγαράκια χαρούμενα, αυτοκίνητα που είχαν αράξει στην άκρη του δρόμου γιατί δεν είχαν αλυσίδες. Αλλά δεν τα ένοιαζε. Είχαν αναμμένα τα αλάρμ κι έμοιαζαν σαν γιορτινά στολίδια μιάς ιδιότυπης γιορτής του δρόμου.

Εκείνος με δυσκολία συγκρατούσε έναν λυγμό που ανέβαινε στο στήθος του. Ενιωθε ξένος σ΄αυτό το πανηγύρι της χαράς. Πεινασμένος, άφραγκος και μόνος.

Σκέφτηκε να γυρίσει σπίτι και ν΄ανοίξει κάνα βιβλίο, απ΄αυτά που λένε οι γραμματιζούμενοι ότι γιατρεύουν τις πληγές και τον πόνο των ανθρώπων, αλλά υπαναχώρησε. Αγαπούσε τα βιβλία. Μα δεν τα έβλεπε σαν φάρμακο. Λίπασμα ήταν γι αυτόν τα βιβλία, οπωροφόρα δέντρα και ήσυχα ποτάμια, αλλά όχι ίαμα…

Και τότε, εκεί, στο τέλος της Λεωφόρου του ήρθε μια ιδέα και φωτίστηκε ο μέσα κόσμος. Θα πήγαινε σ΄ένα μπάρ! Σ’ ένα φαρμακείο νυκτός, όπως τα έλεγε τα μπάρ, από τότε που ανακάλυψε το περίφημο Dada, στα Εξάρχεια .

Λίγες φορές είχε πάει, αλλά του άρεσε. Κάθε βράδυ γεμάτο από καλλιτέχνες, συγγραφείς, δημοσιογράφους και παρέες της γειτονιάς. «Ωραία ιδέα», είπε μέσα του και τάχυνε το βήμα.

Ούτε κατάλαβε πότε έφτασε. Εσιαξε λίγο τα μαλλιά του, σκούπισε προσεκτικά τα παπούτσια και μπήκε. Κάπως αμήχανος είναι η αλήθεια, γιατί δεν ήξερε κανέναν προσωπικά από τις συνήθεις θαμώνες. Τους έβλεπε τόσο καιρό, λέγανε ένα γειά με το βλέμμα, αλλά δεν είχαν συστηθεί ποτέ.

«Εεεεε, χρόνια πολλά, καλώστον»! Ετσι τον υποδέχτηκαν. Λές και τον ήξεραν χρόνια. Λές και ήταν της παρέας. «Πάρε κρασί, ουίσκι, ο,τι θές… Εχει και φαί και μελομακάρονα, κόπιασε».

Ηταν ο Τσαπέκος, ηθοποιός και ιδιοκτήτης τoυ Dada. «Χρόνια πολλά», ψέλλισε εκείνος. Και μέχρι να βγάλει την καπαρντίνα του, άκουσε έναν γνωστό συγγραφέα να λέει στον μπάρμαν. «Βάλε μια βότκα τόνικ για το παιδί. Ναι, βότκα τόνικ πίνει».

Προτού προλάβει να συνέλθει από την έκπληξη ο δικός μας τον χαιρετάει ο συγγραφέας και του συστήνεται. «Γειά σου. Γιώργος. Τ’ ονομά σου;»… Ηταν ο Γιώργος Σκούρτης. Κι από τότε γίνανε φίλοι. Όπως και μ΄αυτούς που ήταν στην παρέα. Τον Μπάμπη τον Τσικληρόπουλο και τον Μήτσο τον Ευθυμιάδη.

Ηταν τόσο χαρούμενος ο δικός μας που ξέχασε και την πείνα και την ταλαιπωρία μέχρι να φτάσει στο μπάρ. Ένιωθε ένα με τους υπόλοιπους, μέλος μιας οικογένειας που γιορτάζει και ξεφαντώνει.

Αφού να φανταστείτε, αυτός που δεν είχε χορέψει στη ζωή του, έριξε ένα βαρύ ζεϊμπέκικο σιμά το πρωϊ, λές και το χόρευε χρόνια τις νύχτες στα μαγαζιά που συχνάζουν εκείνοι που ξέρουν τι πά να πεί ζεϊμπέκικο και το τιμούν όπως του πρέπει…

Είχε ανέβει αρκετά ο ήλιος όταν έφτασε στο σπίτι. Αλλά δεν ένιωθε ούτε κούραση ούτε πείνα κι ας μην είχε φάει τίποτε. Είχε χορτάσει την ζεστασιά της παρέας, εκείνη τη νύχτα που ξημέρωνε Χριστούγεννα και η πόλη έμοιαζε σαν επίγειο, χρωματιστό αστέρι τυλιγμένο στα λευκά…

Υ.Γ. Η ιστορία είναι πραγματική. Και αφιερώνεται στη μνήμη του αείμνηστου φίλου Γιώργου Σκούρτη.

Γιάννης Τριάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια: