17.2.19

Ο μαγικός αριθμός 151...


Μπορεί να καταλάγιασαν κάπως οι αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης μετά την ολοκλήρωση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών που οδήγησαν στην επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά...
η σχετική αντιπαράθεση άφησε βαθιά σημάδια στην κομματική διαμάχη. Στο επίκεντρο της κριτικής αυτής βρέθηκε η συμπεριφορά ορισμένων βουλευτών, οι οποίοι θεώρησαν ότι μπορούν να θέσουν σε εφαρμογή όσα προβλέπει το Σύνταγμα στο άρθρο 60, ότι δηλαδή «οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση».

Το γεγονός ότι σ’ αυτή την κορυφαία διαδικασία βρέθηκαν στο πλευρό της κυβερνητικής πλειοψηφίας βουλευτές που προέρχονταν από άλλα κόμματα, είτε της αντιπολίτευσης είτε της μέχρι τότε συμπολίτευσης, αντιμετωπίστηκε από τη Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. με ύβρεις για την «κυβέρνηση-κουρελού» και προσωπικές επιθέσεις στους βουλευτές, στους οποίους αποδόθηκαν τα επίθετα «γυρολόγοι», «αποστάτες», «εκβιαζόμενοι» κ.λπ.

Δεν αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της στάσης αυτών των βουλευτών, αλλά θεωρήθηκε επίμεμπτο από «ηθική άποψη» το γεγονός ότι αποστασιοποιήθηκαν από τα κόμματά τους ή τους αρχηγούς τους, με οδυνηρές συνέπειες ακόμα και στην κοινοβουλευτική αναγνώριση των πολιτικών αυτών σχημάτων.

Μια δεύτερη κατηγορία που αποδίδεται στην κυβέρνηση είναι ότι συμμαχώντας με το κόμμα του Πάνου Καμμένου προσέφερε νομιμοποίηση σε ένα ακροδεξιό πολιτικό σχήμα μόνο και μόνο για να κατακτήσει την εξουσία και στη συνέχεια να παραμείνει γαντζωμένη σ’ αυτήν.

Οπως θα δούμε παρακάτω, κανένα από τα φαινόμενα αυτά δεν είναι καινούργιο. Για την ακρίβεια, υπάρχουν στην πρόσφατη ιστορία της μεταπολιτευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας πάμπολλα παρόμοια παραδείγματα, τα οποία μάλιστα εκδηλώθηκαν σε όλες τις πτέρυγες της Βουλής και έπληξαν κατά καιρούς πολλούς αρχηγούς. Το παράδοξο είναι ότι, αντίθετα με όσα διαλαλεί η προπαγάνδα της αντιπολίτευσης, η σημερινή συγκυρία είναι ίσως η πρώτη κατά την οποία η κατηγορία περί «γυρολόγων» και «αποστατών» είναι εντελώς αβάσιμη.

Γιατί αντίθετα από ό,τι συνέβαινε μέχρι πριν από λίγα χρόνια, τα σημερινά πολιτικά κόμματα έχουν σημαδευτεί από την κρίση του πολιτικού συστήματος που συνοδεύει την οικονομική και κοινωνική κρίση, ενώ ορισμένα από αυτά είναι άμεσα δημιουργήματα αυτής της κρίσης.

Αυτός είναι ο λόγος που διαπιστώνουμε ότι έχουν συστεγαστεί στο ίδιο κόμμα ιδεολογικά αποκλίνουσες τάσεις και πρόσωπα με ποικίλες πολιτικές καταγωγές. Μόλις αποδυναμώθηκε η αρχική αιτία που προκάλεσε τη σύγκλισή τους (λ.χ. το μνημόνιο), είναι φυσικό να χαλαρώνουν και οι κομματικοί δεσμοί που τα συγκρότησαν.

Ασφαλώς όλες αυτές οι διαδικασίες επιταχύνονται από το δεδομένο ότι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι οριακή. Αλλά τότε είναι που δοκιμάζονται και ο βουλευτής και οι αρχές του.

Αδύναμα κόμματα, παντοδύναμοι αρχηγοί

Αυτό, λοιπόν, που συνέβη τις τελευταίες βδομάδες στη Βουλή ήταν ασφαλώς αξιοπρόσεκτο, αλλά δεν ήταν καθόλου πρωτοφανές. Το γεγονός ότι απέσυρε τη στήριξή του στην κυβέρνηση ο επί τέσσερα χρόνια συγκυβερνήτης δεν είναι κάτι που συμβαίνει πρώτη φορά. Ακόμα και η αμέσως προηγούμενη κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά απώλεσε το καλοκαίρι του 2013 τη στήριξη της ΔΗΜΑΡ, μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ, χωρίς να διανοηθεί κανείς να αμφισβητήσει τη συνταγματικότητα των σχετικών διαδικασιών.

Μπορεί να μη διαταράχθηκαν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η δεδηλωμένη, αλλά ανατράπηκε το θεμέλιο της συγκυβέρνησης των τριών κομμάτων, το οποίο εμφανιζόταν έως τότε ως οιονεί «οικουμενικό» σχήμα, με τα κόμματα να εκπροσωπούν τους χώρους της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς. Οσο για τους βουλευτές που διαφωνούν με το κόμμα τους ή απλώς δεν συντάσσονται με τους αρχηγούς τους, δεν είναι ούτε κι αυτό κάτι το νέο.

Στην πραγματικότητα, αυτό που συμβαίνει σήμερα και μπορεί να χαρακτηριστεί καινούργιο φαινόμενο είναι ότι τα ίδια τα κόμματα μεταλλάσσονται κατά τις κατευθύνσεις που τους δίνουν οι αρχηγοί τους, ενώ τα στελέχη τους αδυνατούν να παρακολουθήσουν αυτή την πορεία, την ίδια ώρα που η βασική συνεκτική ύλη του κόμματος τείνει να εκλείψει.

Η στήριξη στην Ακροδεξιά

Μια από τις κατηγορίες που απευθύνουν σήμερα η Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛΛ. στον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι επί τέσσερα χρόνια στηρίχτηκε στη συνεργασία ενός ακροδεξιού κόμματος, με ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό. Το αστείο είναι ότι αυτή η μομφή αποδίδεται με μεγαλύτερη ένταση κατόπιν εορτής, από τη στιγμή δηλαδή που διερράγη η συνεργασία και οι πρώην συνεργάτες μεταβλήθηκαν σε σκληρούς ανταγωνιστές. Ηταν μάλιστα τόσο εδραιωμένη η πεποίθηση της αντιπολίτευσης ότι ο δεσμός μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝ.ΕΛΛ. και ειδικά μεταξύ Τσίπρα και Καμμένου είναι ακατάλυτος, ώστε σε μια πρώτη φάση επικράτησαν στην αντιπολίτευση δηλώσεις για συναινετικό αν όχι εικονικό πολιτικό διαζύγιο, παρερμηνεύοντας πλήρως τις εξελίξεις μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Το ενδιαφέρον είναι ότι οι ίδιοι ακριβώς που ειρωνεύονται και ψέγουν τον Αλέξη Τσίπρα για τη συμπόρευσή του με τον Πάνο Καμμένο κάνουν ότι ξεχνούν πως τα δικά τους κόμματα ήταν εκείνα που άνοιξαν την πόρτα της ελληνικής Ακροδεξιάς στην εξουσία, συγκροτώντας την τρικομματική κυβέρνηση Παπαδήμου τον Νοέμβριο του 2011, με Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ. Μάλιστα ο ΛΑΟΣ διέθετε τότε μια πλήρη ακροδεξιά ατζέντα (εθνικισμός, ξενοφοβία, ρατσισμός, αντισημιτισμός, συνωμοσιολογία), ενώ οι ΑΝ.ΕΛΛ. είχαν προκύψει από διάσπαση της Ν.Δ., στην οποία έκαναν κριτική από τα… αριστερά.

Το κόμμα του Π. Καμμένου συμπύκνωνε το πολιτικό του πρόγραμμα στον «αντιμνημονιακό» αγώνα και έτσι βρέθηκαν σημεία σύγκλισης με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2015. Βέβαια ο ίδιος ο κ. Καμμένος ανήκε στην ακροδεξιά πτέρυγα της Ν.Δ. και υπήρξε ομοϊδεάτης του Γ. Καρατζαφέρη στα ενδότερα της δεξιάς πολυκατοικίας. Αλλά το κόμμα του –όπως προέκυψε και τώρα με τη διάλυσή του– είχε δημιουργηθεί από ένα ευρύτερο πολιτικό χαρμάνι.

Ας προστεθεί εδώ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώθηκε να καταφύγει στη συνεργασία με τους ΑΝ.ΕΛΛ. ελλείψει άλλου υποψήφιου συμμάχου μετά τις εκλογές του 2015, θεωρώντας μείζονα υποχρέωση την αντίσταση στα μνημόνια, αλλά δεν παραιτήθηκε από την προσπάθεια να θεσμοθετήσει ορισμένες κρίσιμες διατάξεις που αφορούν ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα, στα οποία αντιδρούσαν οι ΑΝ.ΕΛΛ. Είναι το ίδιο που έκανε η Ν.Δ. του κ. Σαμαρά την περίοδο 2012-2013 με αντίστροφο βέβαια πολιτικό πρόσημο, όταν ο κ. Μπαλτάκος είχε αναλάβει να εξασφαλίζει την ψήφο της Χρυσής Αυγής στα νομοσχέδια που δεν συναινούσε το ΠΑΣΟΚ.

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο του Δημητρη Ψαρρά, ΕΔΩ...

Δεν υπάρχουν σχόλια: