
Ποιος είπε ότι η εικόνα του σέξι ή του προκλητικού μουσικού ήταν άγνωστη σε περασμένους αιώνες; Ο Λιστ πολιορκείτο από στρατιές ξελογιασμένων θαυμαστριών, που, όταν δεν ... λιποθυμούσαν από έκσταση στα ρεσιτάλ του, του έφραζαν το δρόμο για να του κλέψουν μια μπούκλα απ' τα μαλλιά!
Αν κάποιοι αστέρες της ροκ καταστρέφουν δωμάτια ξενοδοχείων ή με τις παράλογες απαιτήσεις τους τεντώνουν τα νεύρα των διοργανωτών συναυλιών, ο Μπετόβεν ήταν άσος στο να διαλύει σουίτες, ενώ ο Βάγκνερ, στα καπρίτσια, ήταν εκτός συναγωνισμού. Οι θαμώνες του Μεγάρου και της Λυρικής Σκηνής ενδεχομένως να πιστεύουν ότι οι αγαπημένοι τους συνθέτες ήταν αμέμπτου ηθικής ή, το πιο πιθανό, να μην τους καίγεται καρφί για τα κουτσομπολιά που λείπουν απ' τα επίσημα βιογραφικά τους. Κι όντως, τι σημασία έχει αν ο Σούμαν είχε σύφιλη, αν ο Μπαχ έγραψε το «Καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο» στη φυλακή, αν τον εγωισμό του Λέοναρντ Μπερστάιν δεν τον χωρούσε ολόκληρη η Νέα Υόρκη;
Πίσω, ωστόσο, από τις πιο θεσπέσιες μελωδίες και τις πιο ένδοξες καριέρες μπορεί να κρύβονται άνθρωποι παράξενοι, εκκεντρικοί κι ενίοτε πολύ βασανισμένοι. Κάτι που επιβεβαιώνεται αρκούντως από την έρευνα της αμερικανίδας δημοσιογράφου Ελίζαμπεθ Λάντεϊ, όπως αποτυπώνεται στη «Μυστική ζωή των μεγάλων μουσουργών», που αναμένεται σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις «Αιώρα» (μετ. Ν. Σταμπάκης): μια συλλογή ακραίων έως απίστευτων περιστατικών για μια πλειάδα συνθετών από τον 17ο ώς και τα μέσα του 20ού αιώνα, εικονογραφημένη με χιουμοριστικά σκίτσα του ιταλού κομίστα Μάριο Ζούκα, όπου εντοπίζονται ευτράπελα σαν το παρακάτω:
Την εποχή που ο Μπερλιόζ, «ο απόλυτος ρομαντικός συνθέτης», θριάμβευε στο Παρίσι με τη «Φανταστική συμφωνία» του (1830), ήταν ερωτοχτυπημένος με μια νεαρή μεσοαστή, γνωστή ως Καμίγ. Κι ενώ περίμενε ότι θα καμφθούν επιτέλους οι αναστολές των γονιών της, εκείνοι του μήνυσαν πως θα την παντρέψουν με τον εύπορο κατασκευαστή πιάνων Πλεγέλ. «Για να το θέσουμε ήπια, ο Μπερλιόζ "το' χασε"» διαβάζουμε. Αποφασισμένος να σκοτώσει και τον Πλεγέλ και την Καμίγ και τη μητέρα της, αγόρασε φόρεμα, περούκα και καπέλο για να μεταμφιεστεί σε καμαριέρα, έκλεψε ένα ζευγάρι πιστόλια, οπλίστηκε με δοχεία στρυχνίνης και λαβδάνου, και πήρε τον δρόμο για τη Νις. Στη διάρκεια του ταξιδιού, ωστόσο, η «στολή» του έκανε φτερά -την ξέχασε σε μια άμαξα- κι η οργή του μετριάστηκε. Φτάνοντας λοιπόν στον προορισμό του, έπιασε να γράψει μια ορχηστρική παρτιτούρα, και προσέλαβε μια τοπική πόρνη απολαμβάνοντας τις χάρες της πλάι στη θάλασσα...
Είτε αναφέρεται στον Χέντελ είτε στον Τζον Κέιτζ, κάθε κεφάλαιο του βιβλίου ξεκινά δίνοντας την εθνικότητα, την ημερομηνία γέννησης και το... ζώδιο του κάθε συνθέτη, μαζί με το μουσικό του ύφος, μια αξιομνημόνευτη φράση του, και μια τουλάχιστον δημοφιλή ταινία ή σειρά, στο σάουντρακ της οποίας περιλαμβάνεται το πιο γνωστό του έργο.
Οι «Τέσσερις εποχές», φερ' ειπείν, του «κόκκινου ιερέα» όπως αποκαλούσαν τον Βιβάλντι στην εποχή του, εξαιτίας των κόκκινων μαλλιών και των ιερατικών του καθηκόντων, ακούγονται σήμερα παντού -σ' αίθουσες αναμονής, σε ξενοδοχεία, σε ασανσέρ- κι έχουν χρησιμοποιηθεί σε αμέτρητες παραγωγές -από τους «Σοπράνος» και τους «Σίμπσονς» μέχρι σε περιπέτειες του Τζέιμς Μποντ και του Σούπερμαν.
Αντίθετα, τα «Πέντε ορχηστρικά κομμάτια» του Αρνολντ Σένμπεργκ δεν πέρασαν στη μαζική κουλτούρα. Ο αυστριακής καταγωγής συνθέτης που πολιτογραφήθηκε Αμερικανός, στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μια νέα βάση για τη δυτική μουσική, δέχτηκε σφοδρότατες επιθέσεις. Οι κριτικοί βασανίζονταν να βρουν μεταφορές για να περιγράψουν τη μουσική του-«ασυνάρτητες φαντασιώσεις», «πανδαιμόνιο αλλήθωρων διαβόλων», «γάτα που περπατά πάνω στα πλήκτρα»-, χωρίς όμως να κάμπτουν τη διάθεσή του για τολμηρούς πειραματισμούς. Τι έτρεμε ο Αρνολντ Σένμπεργκ; Τον αριθμό 13! «Περίμενε με αγωνία το 76ο έτος του (7+6=13) και μάλιστα την Παρασκευή 13 Ιουλίου. Για βδομάδες βρισκόταν σε κατάθλιψη λόγω της κακής του υγείας κι εκείνη την ημέρα του 1951 αποφάσισε να μείνει στο κρεβάτι. Τη νύχτα ξύπνησε και ρώτησε τι ώρα ήταν. Ηταν 11.45. Εδειξε ανακουφισμένος που η μέρα σύντομα θα τελείωνε, αλλά τότε αποκοιμήθηκε -και πέθανε. Ηταν μεσάνυχτα παρά 13 λεπτά»...
Για να επιστρέψουμε στον Βιβάλντι, ως ιερέας που ήταν, θεωρήθηκε ασφαλής επιλογή για ν'αναλάβει, στα είκοσί του, δάσκαλος μουσικής σε ορφανοτροφείο κορασίδων, όπου φιλοξενούνταν πολλές νόθες κόρες επιφανών ανδρών της Βενετίας. Χάρη στις τύψεις και τις δωρεές των τελευταίων, το ίδρυμα διατηρούσε μια θαυμάσια γυναικεία χορωδία και ορχήστρα, την οποία ο Βιβάλντι διηύθυνε υπό τα βλέμματα χιλιάδων τουριστών. Η κατοπινή ερωτική του σχέση, όμως, με μια σοπράνο μαθήτριά του -«πιο γνωστή για την προσκόλλησή της πάνω του, παρά για το ταλέντο της»- θα τον αναγκάσει να φύγει απ' την πατρίδα του όπου είχε σταδιοδρομήσει μ' επιτυχία, και να πεθάνει το 1723 στη Βιέννη, το ίδιο φτωχός όσο κι όταν είχε γεννηθεί.
Η ζωή του Μότσαρτ είναι πασίγνωστη. «Ναι, ήταν παιδί-θαύμα», γράφει η Λάντεϊ, «αλλά όχι και ιδιοφυΐα στη σύνθεση πριν πατήσει τα δέκα. Ναι, όντως πέθανε νέος και καταχρεωμένος, αλλά όχι και αποτυχημένος. Ακόμη κι η ιστορία ότι θάφτηκε σε κοινό τάφο είναι αναληθής». Απ' τη μεριά της, στέκεται στην αντίθεση ανάμεσα στις εκλεπτυσμένες μελωδίες του και το «χοντροκομμένο» του χιούμορ, καθώς και στην έντονη σεξουαλική σχέση που διατηρούσε με τη γυναίκα του ακόμα κι όταν είχαν αποκτήσει τα έξι τους παιδιά. Αν όμως ο Μότσαρτ είχε έναν «γελοίο εκμεταλλευτή» για πατέρα, ο Μπετόβεν ήταν γόνος ενός «σκληρού και βίαιου νταή».
Ο «ελαφρώς αλκοολικός» Γιόχαν Μπετόβεν, τενόρος στην αυλή της Βόνης, παρά τις βουρδουλιές του, δεν κατάφερε να τον κάνει τον γιο του διάσημο παιδί-θαύμα, όπως υπήρξαν κι ο Σοπέν, ο Μέντελσον, ο Λιστ. Οι γείτονές του, πάντως, δεν ξέχασαν ποτέ την εικόνα του μικρού Λούντβιχ να κλαίει πάνω από το πιάνο, όταν δεν μελετούσε βιολί ή θεωρία της μουσικής. Ενήλικας πια, και με μειωμένη ακοή από τα 26, ο Μπετόβεν απέφευγε τις κοινωνικές συναναστροφές, συνέθετε περπατώντας «βρυχώμενος μουσικά σπαράγματα, αδιάφορος για τις ορδές των παιδιών που τον ακολουθούσαν», ερωτευόταν μη διαθέσιμες γυναίκες κατά κανόνα, κι όποιος τον επισκεπτόταν -«στη Βιέννη μετακόμισε τουλάχιστον σαράντα φορές»- σοκαριζόταν από την ακαταστασία και τη βρόμα στην οποία ζούσε ο συνθέτης, ανάμεσα σ' αποφάγια και χρησιμοποιημένα δοχεία νυχτός...
Τα αντισημιτικά αισθήματα του Βάγκνερ είναι κοινό μυστικό. Η θηλυκή πλευρά του, όμως;
«Ο Βάγκνερ αρεσκόταν να ποζάρει ως αρρενωπός, επαναστάτης μαχητής, καρδιοκατακτητής. Του άρεσαν όμως τα μετάξια και τα σατέν, ιδίως τα ροζ. Συχνά, μάλιστα, φορούσε γυναικεία εσώρουχα» διαβάζουμε. Ο Ραβέλ, από την άλλη, συνήθιζε να διασκεδάζει τους φίλους του χορεύοντας με καλσόν, φούστα μπαλαρίνας και ψεύτικα στήθη, αλλά για τη σεξουαλικότητά του δεν μιλούσε ποτέ. Το ίδιο κι ο Τσαϊκόφσκι, που μια ζωή φοβόταν το στίγμα της ρωσικής κοινωνίας, έτσι και αποκαλυπτόταν η ομοφυλοφιλία του. Ο Αμερικανός Ααρόν Κόμπλαντ, αντίθετα, ούτε την έκρυψε, ούτε βασανιζόταν από αισθήματα ενοχών ή αυτοαπόρριψης όπως πολλοί ομοφυλόφιλοι των αρχών του 20ού αιώνα. Αντίστοιχη ήταν κι η αυτοπεποίθησή του, όταν εκλήθη από την αντικομμουνιστική επιτροπή Μακάρθι να καταθέσει κεκλεισμένων των θυρών: «Εμοιαζε να είναι φιλικός μάρτυρας, χωρίς να καταδώσει ούτε ένα όνομα».
Στη «Μυστική ζωή των μεγάλων μουσουργών», η Λάντεϊ μπορεί να γράφει για τα είκοσι παιδιά του Μπαχ ή για τους καβγάδες με τ' αφεντικά του, αλλά φροντίζει ν' αναφερθεί και στον επιφανέστερο ερμηνευτή του, τον «διαβόητο υποχόνδριο» πιανίστα Γκλεν Γκουλντ. Στην περίπτωση του Ντβόρζακ, επίσης, επισημαίνει μεν ότι προοριζόταν για χασάπης, αλλά αναδεικνύει και την εξαιρετικά διορατική πρόβλεψη του τσέχου συνθέτη εν έτει 1893, ότι οι νέγρικες μελωδίες θα στηρίζουν εφεξής την αμερικανική μουσική. Ενώ στο κεφάλαιο για τον Μάλερ, ο οποίος «δούλευε πιο σκληρά από κάθε άλλον συνθέτη» και δεν εγκατέλειπε το πόντιουμ ακόμα κι όταν η σκηνή έπιανε κυριολεκτικά φωτιά, αφήνει χώρο και για τη σύζυγό του, Αλμα. Μια εκπληκτική γυναίκα, ικανή να προσελκύει ευφυείς πάντα άνδρες, που ένας Θεός ξέρει τι καριέρα θα έκανε με τις δικές της συνθέσεις αν ζούσε σε άλλη εποχή...
Διόλου τυχαίο που στα περιεχόμενα του βιβλίου δεν υπάρχουν γυναικεία ονόματα. Ούτε στο κλασικό ρεπερτόριο υπάρχουν. Οπως υπενθυμίζει η Λάντεϊ, μέχρι και τον 19ο αιώνα, απαγορευόταν στις γυναίκες να φοιτούν σε μουσικές ακαδημίες -«ο μόνος χώρος διδασκαλίας ήταν το σπίτι τους». Μόλις στα μέσα του 20ού, με το ξέσπασμα του Β' Παγκόσμιου Πολέμου εντάχθηκαν κανονικά σε ορχήστρες, καλύπτοντας τις θέσεις των επιστρατευμένων ανδρών. Ακόμα και σήμερα, όμως, το να διαπρέψει μια γυναίκα ως μαέστρος φαντάζει σχεδόν ακατόρθωτο...
enet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου