11.10.15

Η άλλη Κατοχή...

Ο στρατηγός Σαράιγ επιθεωρεί ιταλικά στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη (1916)
"Η Ελλάς έπρεπε να σωθή, ακόμη και παρά την θέλησιν των περισσοτέρων Ελλήνων".

Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, βενιζελικός στρατηγός (Στα όπλα η Ελλάς!, Κωνσταντινούπολις 1920, σ. 74)

Η εθνική -όπως και η ατομική- μνήμη είναι σαφώς επιλεκτική. Αν η γερμανοϊταλική κατοχή του 1941-44 εξακολουθεί να αποτελεί κομβικό συστατικό στοιχείο της αυτογνωσίας των σημερινών Ελλήνων, δεν συμβαίνει το ίδιο με την... αμέσως προηγούμενη καταπάτηση της εθνικής κυριαρχίας από ξένα στρατεύματα: την αγγλογαλλική (ακριβέστερα: πολυεθνική) κατοχή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η εκατοστή επέτειος της οποίας θα 'πρεπε κανονικά να «γιορταστεί» τούτες τις μέρες.

Η λήθη δεν είναι ζήτημα ούτε χρόνου ούτε μεγέθους. Αν από την είσοδο των ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα μάς χωρίζουν πλέον 74 ολόκληρα χρόνια, η απόβαση των Αγγλογάλλων στη Θεσσαλονίκη απέχει μόλις άλλα 26· από άποψη αριθμού, πάλι, τα κατοχικά στρατεύματα της Αντάντ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (210.000 Γάλλοι, 180.000 Βρετανοί, 152.000 Σέρβοι, 55.000 Ιταλοί και 10.000 Ρώσοι στις αρχές του 1917) υπερτερούσαν σαφώς εκείνων του Αξονα στον Δεύτερο.

Οι αιτίες της μνημονικής αυτής απώθησης πρέπει να αναζητηθούν στον χώρο της πολιτικής. Κατ’ αρχάς, σε αντίθεση με τους κατακτητές του 1941-44, οι εισβολείς του 1915 κέρδισαν τελικά τον πόλεμο, με αποτέλεσμα η αναγκαστική σύμπραξη μαζί τους να καταγραφεί ως ακόμη μία εθνική επιτυχία -σε αντίθεση με τη βουλγαρική κατοχή ανατολικά του Στρυμόνα, οι επιπτώσεις της οποίας καταγράφηκαν και προβλήθηκαν συστηματικά.

Το κυριότερο: η εμπλοκή της χώρας στον Α' Παγκόσμιο συνοδεύτηκε από εμφύλια σύρραξη (Εθνικός Διχασμός), λιγότερο μεν αιματηρή από εκείνην της δεκαετίας του ’40, μη εκπροσωπούμενη όμως στο σημερινό πολιτικό σκηνικό, καθώς οι διαχωριστικές γραμμές βενιζελικών-αντιβενιζελικών ακυρώθηκαν στο μεσοδιάστημα από τη νέα αντίθεση Δεξιάς-Αριστεράς· μετά την ιστορική χρεοκοπία της μοναρχίας, ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναγορεύτηκε, έτσι, καθολικά αποδεκτός εθνάρχης και πολιτικός πρόγονος σχεδόν όλων των κομμάτων που κυριάρχησαν μεταπολιτευτικά στη δημόσια ζωή του τόπου.

Κι όμως, η γνώση αυτής της λησμονημένης πρώτης Κατοχής συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για να κατανοήσει κάποιος τις μεταγενέστερες εξελίξεις, ακόμη και την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο.

Πόσο αναπόφευκτο ήταν, λ.χ., το ιταλικό τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940, αν ο Ντούτσε δεν είχε κατά νου την υποταγή των ελληνικών κυβερνήσεων σε παρόμοια εγχειρήματα δυόμισι δεκαετίες νωρίτερα;

Οι μεν και οι δε

Η απόβαση των «συμμαχικών» στρατευμάτων στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1915 δεν προέκυψε ως κεραυνός εν αιθρία. Είχαν προηγηθεί μυστικές συνομιλίες ανάμεσα στον Αγγλο πρέσβη και τον πρωθυπουργό Βενιζέλο, με τον τελευταίο να ευνοεί σαφώς μια τέτοια εξέλιξη.

Επίσημο στόχο του εγχειρήματος αποτελούσε η ενίσχυση της Σερβίας, ήδη σε πόλεμο με τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία), απέναντι στη διαφαινόμενη επίθεση της Βουλγαρίας.

Η Αθήνα συνδεόταν με το Βελιγράδι με συνθήκη συμμαχίας, καθώς όμως το τελευταίο αδυνατούσε να εισφέρει τους προβλεπόμενους 150.000 στρατιώτες, το κενό προσφέρθηκαν να καλύψουν οι Αγγλογάλλοι.

Επί της ουσίας, η είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο αποτελούσε για τον Βενιζέλο μονόδρομο, προκειμένου να διαφυλαχθούν οι κατακτήσεις των πρόσφατων Βαλκανικών Πολέμων.

Ο τότε πρωθυπουργός γνώριζε καλά πως ο διπλασιασμός της Ελλάδας είχε επιτευχθεί όχι τόσο χάρη στα ελληνικά όπλα όσο χάρη στο πλέγμα των συμμαχιών που του εξασφάλισε μια ευνοϊκή συγκυρία, με ελάχιστες απώλειες για τον ελληνικό στρατό. Το 1914 οι συσχετισμοί είχαν πλέον δραστικά τροποποιηθεί.

Οι χαμένοι της προηγούμενης φάσης, Τούρκοι και Βούλγαροι, συνασπίζονταν για να ανατρέψουν τα τετελεσμένα του 1912-13· η Πύλη δεν είχε αποδεχτεί τελεσίδικα την απώλεια των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ενώ στην ελληνική Μακεδονία οι πληθυσμιακοί συσχετισμοί (35% μουσουλμάνοι και 20% Σλαβομακεδόνες -κατά τα 2/3 φιλοβούλγαροι πρώην εξαρχικοί- έναντι 30% ελληνόφωνων χριστιανών) καθιστούσαν τη διατήρηση της ελληνικής κυριαρχίας εξαιρετικά επισφαλή.

Ως μοναδική διέξοδο για τη διασφάλιση των κεκτημένων ο Βενιζέλος έβλεπε την επανάληψη του προηγούμενου σεναρίου σε κλίμακα Παγκοσμίου Πολέμου.

Με την προσδοκία, μάλιστα, πως οι καινούργιες θυσίες θα επιβραβεύονταν με νέες προσκτήσεις σε βάρος μιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που επρόκειτο να «θανατωθεί» (και διαμελιστεί) από τους νικητές.

Στο πλαίσιο αυτών των παζαριών, ο εθνάρχης αποδέχτηκε ακόμη και τη μελλοντική παραχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία που πρότειναν οι Βρετανοί, ως αντιστάθμισμα της μελλοντικής ελληνικής επέκτασης στη Μικρασία.

Η αντίπαλη παράταξη, με επικεφαλής τον στρατηλάτη βασιλιά Κωνσταντίνο, γαμπρό του Κάιζερ και συνάμα εκφραστή ενός υπερφίαλου ελληνοκεντρικού σοβινισμού, κατανοούσε την αδυναμία της χώρας να προβάλει αντίσταση στη θαλασσοκράτειρα Αγγλία· αντί για προσχώρηση στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων, στην τελική νίκη των οποίων πίστευε, πρόκρινε ως εκ τούτου μια πολιτική ουδετερότητας, διατηρώντας ταυτόχρονα υπόγειες επαφές με το Βερολίνο.

Σαφώς πλειοψηφική, τουλάχιστον στην «Παλιά» Ελλάδα, συνδύαζε τη στρεβλή εκπροσώπηση της αντιπολεμικής διάθεσης των λαϊκών στρωμάτων με τη διάχυτη νοσταλγία για τη χαμένη μικροαστική ηρεμία της «μικράς πλην εντίμου» Ελλάδας του 1912 κι έναν πρωτόγονο αντικαπιταλισμό με αντιδραστικά («πρωτοφασιστικά») πολιτικά χαρακτηριστικά.

Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο, ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια: