29.9.19

Νόμος και αστυνόμος...


Η αρχαία λέξη «νόμος» παράγεται από το ρήμα «νέμω», που σημαίνει κατ’ αρχήν «μοιράζω, διανέμω». Από την ίδια ινδοευρωπαϊκή προέλευση της λέξης παράγεται τόσο το γερμανικό «nehmen», που σημαίνει «παίρνω», όσο και οι ελληνικές λέξεις «νόμος, νομή, νομάδας, νέμεση και...
νόμισμα».

Νέμω σημαίνει επίσης «κατέχω ένα πράγμα και απολαμβάνω τα ωφελήματα που μου προσφέρει», δηλαδή «καρπώνομαι», όπως λέει το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, αλλά και «εκμεταλλεύομαι κάτι», με την κακή όμως, την καταχρηστική έννοια, για το προσωπικό μου συμφέρον με παράνομο τρόπο.

Από το «νέμω», παράγεται και το ρήμα «νομίζω», που σημαίνει έχω γνώμη για κάτι, θεωρώ. Η αρχική σημασία του «νομίζω» ήταν «έχω τη συνήθεια, δέχομαι ως νόμιμο».

Γενικά, το ρήμα «νέμω» έχει να κάνει με τη μοιρασιά, αλλά και με την εκμετάλλευση των αγαθών που διανέμονται.

Ομως, τι είναι νόμος; Κάποιοι απαντούν αμέσως «το δίκιο του εργάτη». Είναι κι αυτό μια άποψη, αλλά σίγουρα όχι η μόνη.

Οπότε, ας ανοίξουμε, για βοήθεια, το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας: ο νόμος είναι γραπτός κανόνας Δικαίου, που αποτελεί ρητή και κατηγορηματική έκφραση της βούλησης των νομοθετικών οργάνων του κράτους, και που ρυθμίζει τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και με την πολιτεία.

Υπάρχει και ο θείος νόμος, οι θεϊκές εντολές, αλλά ας μην πάμε εκεί – εδώ δυσκολευόμαστε να κάνουμε ζάφτι τους νόμους που ψήφισαν και επέβαλαν άνθρωποι, αν μπλέξουμε με φλεγόμενες βάτους, καήκαμε.

Πριν από τον γραπτό, υπήρξε βεβαίως ο άγραφος νόμος, ο κανόνας που ισχύει μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας ή μιας ομάδας, χωρίς να έχει καταγραφεί τυπικά. Αυτός αντλεί το κύρος του από τη συμφωνία, το έθιμο, την παράδοση ή τη συνεχή χρήση, λέει το λεξικό.

Παράδειγμα, η βεντέτα, που είναι ένας άγραφος, όσο και αιματηρός νόμος, που ισχύει κυρίως σε κοινωνίες μάλλον οπισθοδρομικές, αυστηρών ηθών και απομονωμένες.

Δεν είναι τυχαίο που η βεντέτα (από το ιταλικό «vendetta», που σημαίνει εκδίκηση), δηλαδή το έθιμο της ανταπόδοσης της προσβολής της τιμής ή της ζωής με παρόμοια ή βαρύτερη εγκληματική πράξη (όπως την ορίζει το Μείζον Ελληνικό Λεξικό) ίσως ισχύει ακόμα στη Σικελία και στη Μάνη.

Για πολλούς αιώνες, πριν από την ανακάλυψη και την εξάπλωση της γραφής, οι νόμοι που καθόριζαν τη ζωή των ανθρώπων ασφαλώς ήταν άγραφοι.

Ο πρώτος γραπτός νομοθετικός κώδικας της Ιστορίας θεωρείται ότι είναι αυτός του Χαμουραμπί, του βασιλιά της Βαβυλώνας, που έζησε τη δεύτερη προ Χριστού χιλιετία.

Ο Κώδικας του Χαμουραμπί, που θεωρείται ότι συντάχθηκε το 1754 π.Χ., περιγράφει τους νόμους και τις τιμωρίες όταν οι υπήκοοί του τους παραβούν.

Αυτοί οι κανόνες σχετίζονται με σημαντικές πλευρές της κοινωνικής ζωής, όπως είναι η κλοπή, η γεωργία, η καταστροφή περιουσίας, ο γάμος και τα δικαιώματα μέσα σε αυτόν, τα δικαιώματα των γυναικών, των παιδιών και των δούλων, η δολοφονία, ο τραυματισμός και ο θάνατος.

Οι τιμωρίες στον Κώδικα του Χαμουραμπί ποικίλλουν ανάλογα με την κοινωνική τάξη των θυτών και των θυμάτων, με βασική όμως αρχή την ανταπόδοση των ίσων.

Η ακραία σκληρότητα αυτών των πανάρχαιων νόμων, τουλάχιστον με τα δικά μας μέτρα, ενέχει μια πρωτόγονη, αλλά άμεση αίσθηση του δικαίου, όμως με ένα πελώριο ταξικό πρόσημο.

Παράδειγμα: «Αν κάποιος κατηγορήσει κάποιον άλλο, αλλά δεν μπορεί να αποδείξει τις κατηγορίες, τότε θα θανατώνεται», αλλά και «Αν κάποιος χτυπήσει κάποιον ανώτερης τάξης, τότε θα μαστιγώνεται δημοσίως εξήντα φορές με μαστίγιο από τρίχες βοδιού», όπως και «Αν ένας σκλάβος χτυπήσει κάποιον ελεύθερο άνθρωπο, θα του κόβεται το αυτί»...

Ο αστυνομικός είναι αυτός που μεριμνά για την εφαρμογή των νόμων. Η λέξη παράγεται από το «αστυνόμος» («άστυ» και νόμος). Στην αρχαία Αθήνα, λέει το Λεξικό, ο αστυνόμος ήταν διοικητικός αξιωματούχος που μεριμνούσε για την ασφάλεια δρόμων, δημόσιων χώρων και κτιρίων.

Η αντίστοιχη υπηρεσία στην αρχαία Ρώμη ονομαζόταν «Politia», από το ελληνικό «Πολιτεία». Ο ρωμαϊκός όρος έδωσε το αγγλικό και γαλλικό «Police», το ιταλικό «Polizia», το γερμανικό «Polizei», κ.λπ.

Η λαϊκή μούσα έδωσε στον αστυνομικό ένα σωρό παρατσούκλια. Ενα από αυτά είναι βέβαια και το «μπάτσος». «Μπάτσος» όμως είναι και το χαστούκι.

Ιδιες λέξεις, πλην όμως με διαφορετική καταγωγή και σημασία: η λέξη για το όργανο της τάξεως προέρχεται από τον τουρκικό όρο «μπατς», που σημαίνει «φόρος», τον οποίο εισέπρατταν οι χωροφύλακες. Η λέξη προήλθε από το περσικό «μπακ» ή «μπατς», που σημαίνει «φόρος, διόδια».

Ομως, ο «μπάτσος» που σημαίνει χαστούκι, ράπισμα ή σκαμπίλι είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Μια πιθανή προέλευσή του είναι το κουτσοβλάχικο «batsa», δηλαδή ράπισμα. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, το «μπάτσος» προέρχεται από την ηχομιμητική λέξη «patch», που στη γερμανοεβραϊκή διάλεκτο γίντις σημαίνει «χαστούκι».

Ο «μπάτσος», ως σκαμπίλι, υπάρχει και στη φράση «του κλότσου και του μπάτσου», που χρησιμοποιείται για κάποιον που οι άλλοι τον κάνουν ό,τι θέλουν, τον περιφρονούν ή του φέρονται βάναυσα.

Οπότε πρέπει να προσέχουμε πολύ, να μη γίνουμε του κλότσου και του μπάτσου, ούτε καν του κλότσου και του υπαστυνόμου, όσο και αν μας κολακεύει το ξυλοκόπημα από έναν βαθμοφόρο και όχι από έναν απλό μπάτσο.

Παύλος Μεθενίτης

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: